Research Centre for the Humanities (RCH)
EN / ΕΛ
Research Centre for the Humanities (RCH)

The Study of the Human Past

«Απόκριες στην Αθήνα 1800-1940: λαϊκή κουλτούρα, αστική κουλτούρα, ηγεμονία»

Ποταμιάνος Νίκος

ΈρευναΗμερίδαΑποτελέσματα ΈρευναςΣύντομο ΒιογραφικόΔημοσιεύσεις

Συνοπτική Περιγραφή της Έρευνας

Οι απόκριες αποτελούν ένα πολύπλευρο πολιτισμικό φαινόμενο, στο οποίο η διασκέδαση και η κοινωνικότητα συνδυάζονται με την κοινωνική και πολιτική κριτική και με την τελετουργική αντιστροφή του κόσμου. Συνιστούν, λοιπόν, ένα προνομιακό σημείο παρατήρησης για την κοινωνική ιστορία. Οι απόκριες στην Αθήνα δεν έχουν ακόμα μελετηθεί επιστημονικά. Κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα υπέστησαν σημαντικούς μετασχηματισμούς: στόχος της έρευνάς μου είναι τους ερμηνεύσω, εστιάζοντας ιδίως στη μεταβαλλόμενη σχέση μεταξύ της λαϊκής και της αστικής κουλτούρας.

Η κουλτούρα της ελίτ ήταν η πρώτη που μετασχηματίστηκε αφότου η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νέου κράτους: Αυλή, πρεσβευτές και μεγαλοαστοί εισάγουν βασικές μορφές της δυτικοευρωπαϊκής αποκριάτικης κουλτούρας, όπως οι κομψές στολές και μεταμφιέσεις, οι χοροί μεταμφιεσμένων κλπ. Ως τα τέλη του 19ου αιώνα αυτή η εισαγόμενη αστική κουλτούρα είχε επικρατήσει εντός της αστικής τάξης και διαχεόταν προς τα κάτω. Η λαϊκή κουλτούρα άλλαζε κι αυτή, υπό την επίδραση τόσο της νέας αστικής κουλτούρας όσο και της αστικοποίησης. Μάσκες και στολές, νέα θεάματα και μασκαράτες που σατίριζαν την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα αντικατέστησαν τα αγροτικού τύπου «διονυσιακά» δρώμενα.

Στα τέλη του 19ου αιώνα η εκσυγχρονιστική μερίδα της αστικής τάξης προσπάθησε να εμβαθύνει την ηγεμονία της, μετασχηματίζοντας το καρναβάλι του δρόμου και επιταχύνοντας τη «διαδικασία του (εκ)πολιτισμού», ιδίως με τη θεσμοθέτηση μιας παρέλασης. Παρά τις αντιστάσεις που προβλήθηκαν, οι οποίες πρέπει να μελετηθούν προσεκτικά, οι αστοί πέτυχαν τους στόχους τους. Στην έκβαση αυτή συνέβαλαν και πιο απρόσωπες διαδικασίες: η αύξηση του αλφαβητισμού, αλλαγές στις έμφυλες σχέσεις, η εμπορευματοποίηση και η επαγγελματοποίηση της διασκέδασης, και η απόσπαση των αποκριάτικων εκδηλώσεων από την κοινότητα.

Βασικές έννοιες που θα χρησιμοποιήσω είναι η κουλτούρα της ελίτ και η λαϊκή κουλτούρα. Δεν επρόκειτο, φυσικά, για σχηματισμούς αδιαπέραστους, αυτάρκεις, σταθερούς ή ιδιαίτερα συνεκτικούς. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν υπήρχαν δομές που σχετίζονταν με τις επιδράσεις που ασκούσαν η οικονομική ανισότητα και η εξουσία στην κουλτούρα. Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο προτίθεμαι να εστιάσω, χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων την έννοια της ηγεμονίας. Αυτή θα πρέπει να κατανοηθεί ως επιβολή όχι της κουλτούρας αλλά της πολιτισμικής κυριαρχίας της ελίτ. Ωστόσο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την ποικιλία των σχέσεων που περιλαμβάνονται στην ευρύτερη έννοια της ηγεμονίας: φιλοδοξώ να δείξω ότι μία εκδοχή της μπορεί να περιλαμβάνει τη μετάδοση πολιτισμικών μορφών που οδηγούν στον μετασχηματισμό της κουλτούρας των ηγεμονευόμενων. Επιπλέον, και δεδομένου ότι η ηγεμονία δεν συνιστά μια ομοιογενή διαδικασία, εξίσου επιτυχημένη παντού, σκοπεύω να αναδείξω τις διαφοροποιήσεις στην επίδραση που είχε στις λαϊκές τάξεις και να εντοπίσω περιοχές όπου η λαϊκή κουλτούρα απολάμβανε σχετική αυτονομία.

Τέλος, θα θίξω ζητήματα που αφορούν τις χωρικές και έμφυλες διαστάσεις της αποκριάτικης κουλτούρας. Η αύξηση της σημασίας του κέντρου της πόλης για τις αποκριάτικες εκδηλώσεις, οι αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι γειτονιές της Αθήνας συνδέονταν και επικοινωνούσαν κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού, η αύξηση της πρόσβασης των γυναικών στον δημόσιο χώρο, όλες αυτές ήταν εξελίξεις που σχετίζονταν, μεταξύ άλλων, με την ενίσχυση της αστικής τάξης μετά τα 1870 και με τις προσπάθειές της να δημιουργήσει ένα «πολιτισμένο περιβάλλον» στους κεντρικούς δρόμους.

Η έρευνα του κ. Ποταμιάνου ενισχύθηκε οικονομικά από το ΚΕΑΕ με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.

 Ημερίδα

 «Η απόκρια με τις ελευθερίες της: το καρναβάλι στην Ελλάδα 19ος-21ος αιώνας»

Σάββατο, 3 Δεκεμβρίου 2016
Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων (Παράρτημα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης)
Διογένους 1-3, Πλάκα

Επιστημονική οργανωτική επιτροπή: Νίκη Δάφνη, Χρυσούλα Κουλουράκη, Ελένη Μελίδη, Νίκος Ποταμιάνος, Ουρανία Ράπτη

Η ημερίδα πραγματοποιείται στο πλαίσιο μεταδιδακτορικής υποτροφίας του ερευνητή κ. Νίκου Ποταμιάνου από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2016.

POTAMIANOS_HMERIDA_03-12-2016_PHOTO1

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πρόγραμμα

09.30 – 09.40  Χαιρετισμοί

 

09.40 – 11.00  Τα υλικά τεκμήρια του καρναβαλιού συναντούν την άυλη πολιτιστική κληρονομιά

Πρόεδρος: Αλεξάνδρα Νικηφορίδου

Ελένη Μελίδη, Νίκη Δάφνη: Απόκριες και Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης: μια ιστορία χρόνων που εξελίσσεται

Ιωάννης Δρίνης, Μαρία Φακιολά: Η λειτουργία των εθιμικών καρναβαλικών δρωμένων και η άυλη πολιτιστική κληρονομιά

Αναστασία Φαλτάιτς: «Το Καρναβάλι της Σκύρου και η καταγωγή των Απόκρεων»

 

11.00 – 11.25  Διάλειμμα

 

11.25 – 12.25  Μετασχηματισμοί του καρναβαλιού στη νεότερη και σύγχρονη εποχή

Πρόεδρος: Μιχάλης Μερακλής

Νίκος Ποταμιάνος: Οι απόκριες στην Αθήνα 1800-1940: τάξη, φύλο και χώρος στον μετασχηματισμό του καρναβαλιού

Μανώλης Σειραγάκης: “Η Αθήνα έχει πάντα καρναβάλι”: η επέκταση της αποκριάτικης α-ταξίας στη μεσοπολεμική θεατρική διασκέδαση

 

12.25 – 12.40  Διάλειμμα

 

12.40 – 13.40  Το καρναβάλι ως ανθρωπολογικό φαινόμενο

Πρόεδρος: Νίκος Ποταμιάνος

Ρεγγίνα Ζερβού: Από την ακριτική Αγιάσο στον μητροπολιτικό Κεραμεικό: παλιές και νέες μορφές του καρναβαλιού στην αυγή του 21ου αιώνα

Γιάννης Κιουρτσάκης: Το καρναβάλι ως γλώσσα

 


Ομιλητές

Νίκη Δάφνη, Επιμελήτρια Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης & Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων – Συλλογή Φοίβου Ανωγειανάκη

Ιωάννης Δρίνης, Λαογράφος, Προϊστάμενος Τμήματος Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Διαπολιτισμικών Θεμάτων,  Διεύθυνση Νεώτερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού

Ρεγγίνα Ζερβού, Κοινωνική λαογράφος, Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής

Γιάννης Κιουρτσάκης, Ερευνητής, συγγραφέας της μελέτης Καρναβάλι και Καραγκιόζης

Ελένη Μελίδη, Διευθύντρια Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης & Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων – Συλλογή Φοίβου Ανωγειανάκη

Μιχάλης Μερακλής, Ομότιμος Καθηγητής Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πρόεδρος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας

Νίκος Ποταμιάνος, Μεταδιδακτορικός ερευνητής, Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας & Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Αλεξάνδρα Νικηφορίδου, Μουσειολόγος

Μανώλης Σειραγάκης, Θεατρολόγος, Επίκουρος καθηγητής, Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης

Μαρία Φακιολά, Κοινωνική ανθρωπολόγος, Τμήμα Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Διαπολιτισμικών Θεμάτων, Διεύθυνση Νεώτερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού

Αναστασία Φαλτάιτς: Ιστορικός, Διευθύντρια Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μάνου και Αναστασίας Φαλτάιτς.

Έρευνα: «Απόκριες στην Αθήνα 1800-1940: αστική κουλτούρα, λαϊκή κουλτούρα, ηγεμονία»

Ερευνητής: Νίκος Ποταμιάνος

Η έρευνα «Απόκριες στην Αθήνα 1800-1940: αστική κουλτούρα, λαϊκή κουλτούρα, ηγεμονία» χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2016, με την υποστήριξη του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.

Θέμα της μεταδιδακτορικής μου έρευνας ήταν οι απόκριες στην Αθήνα τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, για την οποία και κατέθεσα ένα δοκίμιο που θα εκδοθεί ως βιβλίο. Προβαίνοντας στον απολογισμό της έρευνάς μου, θα ξεκινήσω καταγράφοντας συνοπτικά τα ερωτήματα που είχα θέσει στην ερευνητική μου πρόταση.

Μια πρώτη δεσμίδα ερωτημάτων αφορούσε τον προσδιορισμό και την ερμηνεία των μετασχηματισμών του καρναβαλιού στη σύγχρονη εποχή -από τον περιορισμό της σάτιρας στην Αθήνα μέχρι την απόσπαση πολλών εκδηλώσεων από τη λαϊκή κοινότητα και τη μετατροπή τους σε αστικά θεάματα. Πλάι στους άλλους παράγοντες που μπορούσαν να ερμηνεύσουν πλευρές των μετασχηματισμών, σκόπευα να εστιάσω στα αποτελέσματα του ευρύτερου πλαισίου της κοινωνικής και πολιτικής ισορροπίας δυνάμεων και της μεταβαλλόμενης σχέσης ανάμεσα σε αστική και λαϊκή κουλτούρα. Ως αναγκαίο, λοιπόν, ερώτημα προέκυπτε ο προσδιορισμός της σχέσης αυτής: σε ποιον βαθμό και πότε η λαϊκή κουλτούρα απολάμβανε έναν υψηλότερο βαθμό αυτονομίας; Πότε επιβάλλεται η ηγεμονία της ελίτ, και ποιες ήταν οι διαστάσεις που πήρε; Αποδείχτηκε πιο επιτυχημένη για κάποιες λαϊκές τάξεις και στρώματα απ’ ό,τι για άλλες; Αν η ηγεμονία συνίσταται κατά βάση στην εκούσια αποδοχή της κυριαρχίας των “από πάνω” από τους “από κάτω”, σε ποιον βαθμό μπορεί να συνδυαζόταν και με μια πιο βαθιά επιρροή που οδηγούσε στην εκτεταμένη υιοθέτηση πρακτικών της ελίτ και στον ευρύτερο μετασχηματισμό του πολιτισμού του ηγεμονευόμενου; Τέλος, διατύπωσα την πρόθεση να ερευνήσω τις χωρικές και τις έμφυλες διαστάσεις του μετασχηματισμού της αθηναϊκής αποκριάς: πώς οι αλλαγές στις αποκριάτικες πρακτικές καταγράφονταν στην πόλη; Ποια η σχέση ανάμεσα στις γειτονιές, και πώς συνδεόταν η ενίσχυση του κέντρου στη ζωή της Αθήνας με την ηγεμονική επίθεση των αστών; Πώς η διαμόρφωση ενός πολιτισμένου χώρου στο κέντρο και η ηγεμονική επίθεση των αστών στα τέλη του 19ου αιώνα συνδέθηκε με την ανάπτυξη υψηλότερων επιπέδων κινητικότητας των γυναικών στην πόλη και πρόσβασής τους στον δημόσιο χώρο;

Είχα ήδη αφιερώσει ένα κεφάλαιο της διατριβής μου στις απόκριες στην Αθήνα στα χρόνια 1880-1925. Πέρα από την προσέγγιση του υλικού αυτού με ορισμένα νέα ερωτήματα και τον σημαντικό εμπλουτισμό των πηγών της εποχής που εξετάστηκαν, χρειάστηκε να εξοικειωθώ με τη βιβλιογραφία και με τις πηγές που αφορούν τόσο τον μεσοπόλεμο, στην εξέταση του οποίου εν τέλει δεν επεκτάθηκα στην έκταση που το ήθελα, όσο και την προηγούμενη περίοδο από τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας μέχρι τα πρώτα της βασιλείας του Γεωργίου. Για τα πρώτα ογδόντα χρόνια του 19ου αιώνα βασίστηκα σε περιηγητές, στον τύπο, καθώς και σε ορισμένες αναμνήσεις και στις μελέτες του Δημ. Καμπούρογλου που μετέφεραν και προφορικές παραδόσεις.

Καταρχάς, λοιπόν, προσπάθησα να προσδιορίσω καλύτερα το σημείο εκκίνησης της έρευνας: τις αποκριάτικες εκδηλώσεις της Οθωμανικής Αθήνας και τον χαρακτήρα τους. Σε μια μεσαία πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως ήταν η Αθήνα, υπήρχαν ισχυρά στοιχεία αυτού που ξέρουμε ως αγροτικό καρναβάλι (ζωομορφικές μεταμφιέσεις, αποτροπαϊκή χρήση του θορύβου και πυρές, πρακτικές με γονιμικό χαρακτήρα, μαγική σκέψη). Καταγράφονται, επιπλέον, οικογενειακές συγκεντρώσεις σε σπίτια, ελευθερόστομη σάτιρα σε στίχους ή με κουκλοθέατρο, μεταμφιέσεις-μασκαράτες σε Τούρκους, παπάδες, γυναίκες κλπ. Οι πληροφορίες που θα μας επέτρεπαν να μιλήσουμε για ανατροπές και “αναποδογύρισμα του κόσμου” είναι πολύ λίγες· ωστόσο είναι σαφές ότι η ατμόσφαιρα στην Αθήνα τις μέρες της αποκριάς χαρακτηριζόταν από αναστάτωση, κάτι που προσέφερε ευκαιρίες για μικρά αδικήματα ή για πιο σοβαρά εγκλήματα· εντοπίζει κανείς μια αίσθηση ανησυχίας σε τύπο και αναμνήσεις, μια ανασφάλεια λόγω του περιορισμού του κοινωνικού ελέγχου τις μέρες της αποκριάς. Τέλος, τα Κούλουμα αποτελούσαν την κορυφαία εκδήλωση της αποκριάς στην Αθήνα, σ’ ένα πανηγύρι που συνδύαζε την επιβεβαίωση των δεσμών της κοινότητας, τη μικτή κοινωνικότητα αντρών και γυναικών και κάποιο είδος μεταμφίεσης παρά το τέλος του Τριωδίου. Συνολικά εμφανίζεται στις πηγές μας ένα καρναβάλι πλούσιο σε νοήματα πέραν της διασκέδασης, συμπεριλαμβανομένων αυτών που προέκυπταν από τη συσχέτισή του με τη Σαρακοστή που ακολουθούσε.

Το αθηναϊκό καρναβάλι δεν ήταν το πιο λαμπρό στις ελληνικές χώρες το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, και πιθανότατα δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει το ζακυνθινό και το πατρινό ούτε στο γύρισμα του αιώνα, οπότε και θα πρέπει να τοποθετήσουμε μάλλον τη μεγαλύτερη ακμή του. Σε κάθε περίπτωση, γνώρισε μια ριζική αναβάθμιση μετά το 1834, όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους και κέντρο μιας “υψηλής κοινωνίας” με το βλέμμα στραμμένο στην ευρωπαϊκή κουλτούρα. Το Παλάτι, οι ευρωπαίοι διπλωμάτες και κάποιες Φαναριώτικες μεγαλοαστικές οικογένειες αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα μιας νέας κοσμικής ζωής στην πόλη, στα πλαίσια της οποίας εισήχθησαν και σταδιακά διαχύθηκαν σε ευρύτερα αστικά στρώματα βασικές μορφές της δυτικοευρωπαϊκής αποκριάτικης αστικής κουλτούρας: οι χοροί μεταμφιεσμένων, η περίτεχνη και κομψή μεταμφίεση, η ευρωπαϊκή μουσική και χοροί, και μια νέα μορφή κοινωνικότητας με συναθροίσεις όπου δεν διαχωρίζονταν τα δύο φύλα, η οποία ξεδιπλώθηκε σε πολυπληθείς συγκεντρώσεις στα “μέγαρα” των μεγαλοαστών, σε “δημόσιους χορούς” και σε πιο μικρής κλίμακας συναθροίσεις. Ως αναπόσπαστο κομμάτι των αστικών διασκεδάσεων του καρναβαλιού αντιμετωπίζονταν και οι θεατρικές παραστάσεις, σε θέατρα ή σε σαλόνια.

Παράλληλα ένας νέος λαϊκός πολιτισμός παράχθηκε στην Αθήνα του Όθωνα, σ’ ένα περιβάλλον με σημαντικά στοιχεία νεωτερικότητας, στα συμφραζόμενα και της πύκνωσης των επαφών με τον υπόλοιπο κόσμο και της εγκατάστασης στην πόλη πληθυσμών με διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις. Η Αθήνα κλήθηκε να λειτουργήσει ως χωνευτήρι, και η πολιτισμική συγχώνευση διαφορετικών πληθυσμών έγινε στη βάση όχι της αφομοίωσής τους σε μια προϋπάρχουσα κουλτούρα αλλά της ανάπτυξης μιας νέας -τόσο στο επίπεδο της ελίτ όσο και των λαϊκών τάξεων. Η λαϊκή αποκριάτικη κουλτούρα, παράλληλα με τις επιρροές που δέχτηκε από την αστική ή από άλλα μεσογειακά καρναβάλια, ανέπτυξε πρωτότυπες μορφές και επέδειξε μια σημαντική δυναμική. Στην έρευνά μου προσπάθησα να αντικρούσω, ακριβώς, τόσο αντιλήψεις που βλέπουν τη λαϊκή κουλτούρα ως ένα άχρονο, σχεδόν, φαινόμενο της μακράς διάρκειας στο εσωτερικό του οποίου δύσκολα εντοπίζονται οι αλλαγές και ο μηχανισμός τους, όσο και ρητές ή υπόρρητες αντιλήψεις που τονίζουν την καινοτομία ως χαρακτηριστικό του πολιτισμού των ελίτ σε αντίθεση με τη στατικότητα του λαϊκού.

Πλάι στους “οικογενειακούς χορούς” και τις “πατριαρχικές” συναθροίσεις σε σπίτια το βράδυ της Τυρινής, ήταν κυρίως στον δημόσιο χώρο που αναπτύχθηκαν οι νέες λαϊκές αποκριάτικες πρακτικές. Αφενός μεγάλο μέρος της κοινωνικής ζωής των λαϊκών τάξεων εκ των πραγμάτων εξελισσόταν στον δρόμο, ελλείψει επαρκούς χώρου στα σπίτια τους· αφετέρου οι αστοί σταδιακά αποστασιοποιήθηκαν από τον παλιότερο διπολιτισμό τους και την ολόπλευρη συμμετοχή τους στα δρώμενα των δρόμων: την τάση αυτή υπηρέτσηαν οι νέες “τεχνολογίες” της εξέδρας, του μπαλκονιού και της βόλτας με άμαξα. Το καρναβάλι του δρόμου, επομένως, έτεινε όλο και περισσότερο να ταυτιστεί με τη λαϊκή κουλτούρα, σε αντίθεση με τις διασκεδάσεις των “αιθουσών”.

Στα νέα χαρακτηριστικά της αθηναϊκής αποκριάς που συνδέονταν σε μεγάλο βαθμό με τη λαϊκή κουλτούρα των δρόμων συγκαταλεγόταν μια μεγαλύτερη εξωστρέφεια και μια πιο πλούσια κοινωνική ζωή, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών· η ανάπτυξη μαζικά της συνήθειας του μασκαρέματος και της επίσκεψης μεταμφιεσμένων σε φιλικά ή και άγνωστα σπίτια και ομάδων μασκαράδων σε άλλες γειτονιές· ο ρεβιθοπόλεμος· οι θεατρικές παραστάσεις ποικίλλων μορφών, προεξάρχοντος του εμβληματικού κουκλοθέατρου του Φασουλή· η εξάπλωση της χρήσης της μάσκας και η διάδοση νέων μορφών μεταμφίεσης -ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι αρχαιοελληνικές και το ντύσιμο με «ενδύματα όλων των επαρχιών και των νήσων της Ελλάδος».

Το λαϊκό μασκάρεμα έδινε την έμφαση στην κωμικότητα και στη μίμηση της κινησιολογίας του αναπαριστόμενου, σε αντίθεση με το αστικό που τόνιζε την κομψότητα, κι ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της ιστορίας της αθηναϊκής αποκριάς αποτελεί η ανάπτυξη της θεατρικότητας που χαρακτήριζε τους λαϊκούς μασκαράδες σε ελεύθερες μασκαράτες ή σε πιο τυποποιημένα νέα θεάματα. Χαρακτηριστικά της μασκαράτας το πολυπρόσωπο, η αναπαράσταση μιας κατάστασης (κατά κανόνα η σάτιρά της), ο χαρακτήρας της πομπής στην πόλη, αρχικά με τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Κυβερνήσεις και γιατροί, χρηματιστήριο και έρωτες, Ευρωπαίοι περιηγητές και κρινολίνα αποτέλεσαν αντικείμενο της σάτιρας της αθηναϊκής μασκαράτας, η οποία συνδέθηκε με το νέο θεατρικό είδος της παντομίμας και άκμασε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Η μορφή της αποκριάτικης πολιτικής σάτιρας άλλαξε σημαντικά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, καθώς η παλιότερη συνήθεια μασκαρέματος σε φορέα της εξουσίας (όπως ο επίσκοπος ή ο Τούρκος δικαστής) και η διακωμώδησή του απαγορεύτηκε στο εθνικό κράτος. Η σάτιρα προσαρμόστηκε στα δεδομένα της νέας δημόσιας σφαίρας που συγκροτήθηκε, και επηρεάστηκε, σε συνθήκες αυξανόμενου αλφαβητισμού, από τον λόγο και την εστίαση των εφημερίδων. Η σημασία της απελευθέρωσης της σάτιρας κατά τις απόκριες μειώθηκε με την πρόοδο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και τη φιλελευθεροποίηση κατά τον 19ο αιώνα. Ωστόσο η απόκρια διατήρησε σε όλη τη βασιλεία του Όθωνα τα χαρακτηριστικά της περιόδου όπου η κριτική στην εξουσία μπορούσε να εξελιχθεί σε πολιτική αναστάτωση: χαρακτηριστική η έξαρση, στα χρόνια γύρω από τις επαναστάσεις του 1843 και του 1862, της πολιτικής μασκαράτας, των φημών για λαϊκή κινητοποίηση κατά τις απόκριες και της καταστολής από την αστυνομία.

Οι “στερεότυπες εμφανίσεις” στους αθηναϊκούς δρόμους τις μέρες του καρναβαλιού, οι τυποποιημένες μασκαράτες και λαϊκά θεάματα περιλάμβαναν τα ρόπαλα (κάτι μεταξύ πλανόδιων αθλητών και υπαίθριου τσίρκου), το γαϊτανάκι, κατεξοχήν την “γκαμήλα” (της οποίας το νόημα θα πρέπει να αναζητηθεί στο σημείο συμβολής του ζωομορφισμού, της περφόρμανς της Ανατολής και της ισχυρής δυνατότητας που προσέφερε για πειράγματα αλλά και μικροκλοπές), τους ζεϊμπέκους και τους Μακεδόνες, καθώς και τη “γραία” που μετεξελίχθηκε σε ποιητή (ή ρήτορα) του κάρρου. Ο τελευταίος, ανεβασμένος σ’ ένα κάρρο και γυρνώντας στην πόλη, με αυτοσχέδια δίστιχα σατίριζε πρόσωπα και καταστάσεις (ή, σε μια πιο σοβαρή εκδοχή του, απήγγελλε πατριωτικά ποιήματα). Στην πορεία το θέαμα ταυτίστηκε με έναν από τους επιτελεστές του, ο οποίος προχώρησε στο ανέβασμα ολόκληρων θεατρικών παραστάσεων στο κάρρο, θυμίζοντας στο μορφωμένο κοινό τον Θέσπι και την προέλευση της Αττικής τραγωδίας.

Η επόμενη τομή που εντοπίσαμε στην ιστορία του αθηναϊκού καρναβαλιού σημειώνεται στη δεκαετία του 1880, όταν η συγκρότηση μιας ακμάζουσας αστικής τάξης, ενισχυμένης οικονομικά, δημογραφικά και πολιτικά, ήρθε να εκφραστεί με μια επιθετική προσπάθεια επέκτασης και εμβάθυνσης της πολιτισμικής ηγεμονίας της. Ήταν, πιο συγκεκριμένα, η μερίδα της αστικής τάξης με την πιο κοσμοπολίτικη κουλτούρα και με εκσυγχρονιστικές διαθέσεις, η “χρηματική αριστοκρατία” με τις άμεσες προσβάσεις στους ανώτερους κύκλους της κεντρικής εξουσίας και την ανάμιξη ιδίως σε εμπορικές, τραπεζικές και χρηματιστικές επιχειρήσεις, αυτή η οποία ενισχύθηκε σημαντικά από την εγκατάσταση ομογενών επιχειρηματιών στην Αθήνα και επιδίωξε να ενισχύσει τη θέση της στο εσωτερικό της αστικής τάξης έναντι της πιο συντηρητικής μεγαλο-νοικοκυρίστικης μερίδας της. Η ηγεμονική αυτή “επίθεση” ανταποκρινόταν, ασφαλώς, στις αυξημένες ανάγκες ενσωμάτωσης των χιλιάδων ανθρώπων που εγκαθίσταντο στην Αθήνα σε μια φάση μεγάλης επιτάχυνσης της ανάπτυξης της πόλης. Η πρωτοβουλία αναμόρφωσης του δημόσιου καρναβαλιού από την εκσυγχρονιστική μερίδα της αστικής τάξης συντονίστηκε και με μια σειρά από άλλες πιο απρόσωπες διεργασίες, συνδεδεμένες με την πρόοδο της νεωτερικότητας, και είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση ή και εξαφάνιση πολλών λαϊκών πολιτισμικών μορφών και την υιοθέτηση μαζικά από τις λαϊκές τάξεις βασικών χαρακτηριστικών του αστικού καρναβαλιού.

Στα ίδια χρόνια, λοιπόν, που αναδύεται ένα διάχυτο ενδιαφέρον για τον αγροτικό λαϊκό πολιτισμό τόσο στη λογοτεχνία (ηθογραφία) όσο και στην επιστήμη (λαογραφία) και εν γένει στην πνευματική κίνηση (δημοτικισμός), εξαπολύεται μια οξύτατη επίθεση στον πολιτισμό των (πολύ λιγότερο εξιδανικεύσιμων) λαϊκών τάξεων της Αθήνας όπως εκδηλωνόταν στις απόκριες. Οι παλιότερες θετικές, ουδέτερες ή έστω συγκαταβατικές αναφορές στην αποκριάτικη λαϊκή κουλτούρα στον τύπο, όπως και κάποιες κριτικές από τη σκοπιά της θρησκείας ή της ηθικής, έδωσαν τη θέση τους σε συστηματικούς απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς της από τη σκοπιά της αβρότητας, της λεπτότητας και του “πολιτισμού” της αστικής αποκριάτικης κουλτούρας των αιθουσών. Όλα τα λαϊκά θεάματα, οι μεταμφιέσεις και οι τρόποι εορτασμού έγιναν αντικείμενο σφοδρής επίθεσης ως αηδή, ρυπαρά, χυδαία και κακόγουστα, με ένα πνεύμα άμεσης κανονιστικής παρέμβασης και με το σύνθημα του εξευγενισμού, του εξευρωπαϊσμού και του εκπολιτισμού.

Κορυφαία εκδήλωση αυτού του πνεύματος παρέμβασης και αναμόρφωσης ήταν η οργάνωση παρελάσεων στους κεντρικούς δρόμους από μεγαλοαστικής σύνθεσης επιτροπές ιδιωτών, τα λεγόμενα “κομιτάτα”. Σε σχέση με τις αποκριάτικες παρελάσεις διατυπωνόταν και η φιλοδοξία αναβάθμισης της Αθήνας στον φαντασιακό χάρτη των σημαντικών πόλεων του πολιτισμένου κόσμου, λίγα χρόνια πριν τους ολυμπιακούς αγώνες του 1896. Πέρα από απόρροια της αυξημένης αυτοπεποίθησης των Αθηναίων αστών, το πρότυπο της Νίκαιας, της Βενετίας ή της Νεάπολης είχε και μια οικονομική διάσταση, αυτήν της προσέλκυσης επισκεπτών και της αύξησης της κατανάλωσης· το σχέδιο ανάπτυξης του τουρισμού αποτέλεσε την υλική πλευρά των αιτημάτων και προσδοκιών που συνδέθηκαν με την εμπέδωση της αστικής ηγεμονίας, και θα είχε ιδιαίτερη απήχηση στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη των καταστηματαρχών.

Τα κομιτάτα χρησιμοποίησαν τις παρελάσεις για να προπαγανδίσουν και να εμπεδώσουν βασικές αρχές της αστικής αποκριάς, παραγγέλνοντας άρματα, απαγορεύοντας (σε περιορισμένο βαθμό, απ’ ό,τι φαίνεται) κάποιες συμμετοχές και κυρίως απονέμοντας σημαντικά χρηματικά βραβεία σε μασκαράτες με πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές: πλούσιες και πολυτελείς, κομψές, ευπρεπείς, που δεν έθιγαν συγκεκριμένα πρόσωπα ή τάξεις, και οπωσδήποτε δεν είχαν πολιτικό περιεχόμενο. Τα βραβεία δεν δίνονταν σε αιχμηρές σάτιρες αλλά σε πνευματώδεις μασκαράτες, ουδέτερες αλληγορίες ή αισθητικά επιτεύγματα. Η επικράτηση της αστικής μασκαράτας με την περιορισμένη έως μηδενική κωμικότητα συνέβαλε στην παρακμή τόσο της μασκαράτας εν γένει όσο και της σάτιρας στο αθηναϊκό καρναβάλι. Συνολικά τα κομιτάτα με τη δράση τους συνέβαλαν στη δημιουργία ενός καλαίσθητου και “πολιτισμένου” χώρου στο κέντρο της πόλης και απομάκρυναν τα “αηδή θεάματα”, παρόλο που δεν μπόρεσαν να καθιερώσουν στη θέση τους σε μόνιμη βάση “εξευγενισμένα” θεάματα, στα πλαίσια και της γενικότερης στροφής τη δεκαετία του 1910 στον χορό στα κέντρα διασκέδασης.

Παράλληλα οι κομψές μεταμφιέσεις αυξάνονταν, το μουντζούρωμα με κάπνα, κάρβουνα ή γάνα εξαλείφθηκε, και οι ευρωπαΐζουσες μελωδίες και οι ευρωπαϊκοί χοροί κέρδιζαν σταθερά έδαφος μέχρι που κυριάρχησαν σχεδόν ολοκληρωτικά στις διασκεδάσεις του Τριωδίου (αν και όχι της Καθαράς Δευτέρας)· σημαντικοί μοχλοί της επικράτησής τους ήταν η εξάπλωση των χοροδιδασκαλείων, οι αποκριάτικοι χοροί των διαφόρων σωματείων, καθώς και (όσον αφορά τις παρυφές της αστικής τάξης) νέοι θεσμοί της “αστικής Αθήνας” όπως ο χορός του Παρνασσού, του δημοτικού θεάτρου ή του συνδέσμου συντακτών.

Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι ότι οι αλλαγές στο καρναβάλι του δρόμου δεν οφείλονταν στη χρήση της κρατικής βίας: οι περιπτώσεις απαγορεύσεων και καταστολής ήταν ιδιαίτερα λίγες την εποχή αυτή, σίγουρα πολύ λιγότερες απ’ ό,τι κατά τη βασιλεία του Όθωνα. Ήταν η γοητεία που ασκούσε η αστική κουλτούρα στις λαϊκές τάξεις (και ιδίως χάρη στις συνδηλώσεις της τις σχετικές με τη θέση κάποιου στην κοινωνική ιεραρχία), η συστηματική εκφορά ενός κανονιστικού λόγου στη δημόσια σφαίρα που απαξίωνε βασικά στοιχεία της λαϊκής κουλτούρας, και βέβαια η έμπρακτη προπαγάνδιση ενός διαφορετικού τρόπου ύπαρξης του ατομικού υποκειμένου στο σύμπαν του καρναβαλιού, στις οποίες θα πρέπει κυρίως να στραφούμε για να ερμηνεύσουμε τον ραγδαίο μετασχηματισμό της δημόσιας αποκριάς. Η αποδοχή της ανωτερότητας της αστικής κουλτούρας, όταν μάλιστα συνοδευόταν με την υιοθέτηση κομβικών πλευρών της, ενίσχυε τη συναίνεση στην κυριαρχία της άρχουσας τάξης: αυτός είναι ο ορισμός της ηγεμονίας.

Η εδραίωση και εμβάθυνση της αστικής πολιτισμικής ηγεμονίας διευκολυνόταν από μια σειρά από άλλες διεργασίες με τις οποίες συντονιζόταν. Τα συμφραζόμενα των σημαντικών αλλαγών στη ζωή των νεοφερμένων στην Αθήνα τούς καθιστούσαν περισσότερο δεκτικούς στην υιοθέτηση νέων πρακτικών και στο πεδίο της αποκριάτικης κουλτούρας.

Η “διαδικασία του πολιτισμού”, της συμμόρφωσης των ατόμων με ορισμένες επιταγές συμπεριφοράς που έρχονταν σε αντίθεση με τη χαλάρωση των κοινωνικών απαγορεύσεων και την απελευθέρωση των ορμών κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού, είχε συνδεθεί με την αστική κουλτούρα και προόδευε μαζί της στους τομείς τόσο του ελέγχου της σεξουαλικότητας και των αναφορών σ’ αυτήν (εξάλειψη γαμοτράγουδων) όσο και του περιορισμού της επιθετικότητας (εισαγωγή χαρτοπόλεμου, μείωση της σωματικής βίας).

Με την πρόοδο της νεωτερικότητας, του αλφαβητισμού και της εκκοσμίκευσης περιοριζόταν ο χώρος της “μαγικής σκέψης” και των νοημάτων πέραν της διασκέδασης που συνδέονταν με το καρναβάλι και προέκυπταν από την ένταξή του στο θρησκευτικό εορτολόγιο

Η χαλάρωση των δεσμών της κοινότητας, καθώς η πόλη μεγάλωνε και απομακρυνόταν από την παλιότερη κοινωνία αλληλογνωριμίας, και καθώς οι αστοί επιδίωκαν τη “διάκρισή” τους από τις λαϊκές τάξεις και στο πεδίο των αποκριάτικων διασκεδάσεων αποχωρώντας π.χ. από τα “πάνδημα” Κούλουμα των Στύλων του Ολυμπίου Διός, ενίσχυσε τις τάσεις να αποσπαστούν οι αποκριάτικες εκδηλώσεις από την κοινότητα και να μετατραπούν σε θεάματα της πόλης. Αυτά “καταναλώνονταν” από ένα ανώνυμο μαζικό κοινό του οποίου η συμμετοχή μειωνόταν, και παράγονταν από επιτελεστές που ενδιαφέρονταν όλο και περισσότερο για την αμοιβή τους.

Οι παραπάνω τάσεις συνδέονταν αξεδιάλυτα με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων και την ένταξη στο κύκλωμα του εμπορεύματος νέων περιοχών του κοινωνικού όπως οι αποκριάτικες διασκεδάσεις. Η εξατομίκευση του εορτασμού της Καθαράς Δευτέρας, για παράδειγμα, είχε ως προϋπόθεση την ανάπτυξη των εξοχικών κέντρων εις βάρος του παραδοσιακού συλλογικού πικνίκ· το αποφασιστικό βήμα, εδώ, συνέβη με την ανάπτυξη του Φάληρου ως τόπου εξευγενισμένης κατανάλωσης και διασκέδασης προσιτού με τη δημόσια συγκοινωνία, χάρη στις φροντίδες της εταιρείας του σιδηροδρόμου κατά τη δεκαετία του 1870. Κατά το Τριώδιο, πάλι, ήταν οι “δημόσιοι χοροί” σε κέντρα διασκέδασης που συνέβαλαν στην προώθηση εκλεπτυσμένων μεταμφιέσεων και “ευπρεπών” συμπεριφορών συνδεδεμένων με την αστική κουλτούρα.

Στην ηγεμονία προβάλλονται αντιστάσεις, και στο υλικό μας εντοπίσαμε ορισμένα παραδείγματα, από την πρόσκαιρη εμμονή στον οσπριοπόλεμο μέχρι την ανάπτυξη νέων μορφών φραστικής επιθετικότητας (“πρόγκα”) στις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι οι αντιστάσεις δεν ήταν αρκετά ισχυρές για να κάμψουν την ηγεμονική επέλαση της εξευρωπαϊσμένης αποκριάτικης κουλτούρας. Πιστεύουμε, μάλιστα, ότι ένας από τους λόγους που δεν υπήρξαν συστηματικές απόπειρες ενσωμάτωσης στοιχείων της λαϊκής κουλτούρας στη νέα ηγεμονική αποκριάτικη κουλτούρα (με κάποιες μικρές και μεμονωμένες εξαιρέσεις, όπως οι παρελάσεις λαϊκών θεαμάτων το 1899 και το 1909) ήταν και η σχετική αδυναμία των λαϊκών αντιστάσεων, η οποία δεν καθιστούσε αναγκαίες περισσότερες συμβολικές παραχωρήσεις από τα πάνω. Αδύναμοι, εν τέλει, ήταν και οι κοινωνικοί και πολιτικοί πόλοι που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μια αντίπαλη ηγεμονική πρόταση αξιοποιώντας τις διάσπαρτες αντιστάσεις. Τα συντηρητικότερα κομμάτια της αστικής τάξης, βιώνοντας μια σχετική εξασθένιση σε σύγκριση με τη “χρηματική αριστοκρατία”, δεν υπερασπίστηκαν τις πλευρές της λαϊκής κουλτούρας που τα ίδια ανέχονταν ή και συμμερίζονταν, ούτε άσκησαν μια συστηματική κριτική στο όνομα του έθνους ή του πατροπαράδοτου. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιθέσεις (από συντηρητικούς ή ριζοσπάστες) στους μεγαλοαστούς για ξενομανία πολύ σπάνια αφορούσαν την αποκριάτικη κουλτούρα. Λίγες, επίσης, ήταν οι θετικές στάσεις που συναντήσαμε να διατυπώνονται ρητά για πλευρές της λαϊκής κουλτούρας, και κατά κανόνα δε συνοδεύονταν από ηγεμονικές αξιώσεις. Όσο για την Εκκλησία, αυτή (σε αντίθεση με κάποιους χριστιανούς ακτιβιστές που δεν μπόρεσαν να γνωρίσουν σημαντική απήχηση) μάλλον βολεύτηκε με την παρακμή παραδοσιακών λαϊκών πρακτικών που είχαν μια ρητή ή υπόρρητη λατρευτική διάσταση.

Η μελέτη μας δεν επεκτάθηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου στον βαθμό που θα το θέλαμε. Περιοριστήκαμε στη σκιαγράφηση των βασικών εξελίξεων όπως προκύπτουν ιδίως από τις εφημερίδες. Η σημαντικότερη εξέλιξη που παρατηρείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1910 κ.ε. είναι ότι “χορομανία”, η μαζική στροφή στα κέντρα διασκέδασης που εστίαζαν στον ευρωπαϊκό και αμερικάνικο χορό (“ντάνσιν”) και στους χορούς διαφόρων σωματείων, συνέπεσε με την εγκατάλειψη της προσπάθειας διαμόρφωσης ενός “πολιτισμένου” δημόσιου αποκριάτικου εορτασμού στο κέντρο της πόλης. Οπωσδήποτε περισσότερη έρευνα απαιτείται για τις αιτίες που βρίσκονταν στις ρίζες αυτής της εξέλιξης. Πρόχειρα μπορεί να αναφέρει κανείς την απαγόρευση της μάσκας κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου και του ελληνοτουρκικού πολέμου, η οποία θα έπληξε τις αποκριάτικες εκδηλώσεις των δρόμων και δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για τη στροφή στον χορό ως κυρίαρχη διασκέδαση της αποκριάς. Το ίδιο θα ισχύει και για την άνοδο της αποκριάτικης επιθεώρησης, η οποία ξεκινάει ακριβώς το 1917· αν η θεατρικότητα παραμένει στοιχείο της αποκριάτικης κουλτούρας, είναι όμως πλέον διαχωρισμένη, αρμοδιότητα των ειδικών επαγγελματιών του θεάτρου.

Τέλος, διατυπώσαμε την υπόθεση ότι κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου η αυτονομία της λαϊκής κουλτούρας αυξάνεται ξανά, και προβάλλει ως κομβικό ζήτημα προς διερεύνηση η μορφή που πήρε αυτή η νέα αυτονομία, δεδομένου ότι δεν φαίνεται πραγματικά κάποια επανάκαμψη των παλιών θεαμάτων και πρακτικών της λαϊκής αποκριάς. Σίγουρα δεν αποτελούσε κάτι τέτοιο η παρέλαση που οργάνωναν στην Πλάκα από το 1931 κ.ε. τοπική επιτροπή σε συνεργασία με τον δήμο Αθηναίων και τον ΕΟΤ: η παρέλαση καμηλών και άλλων νεκραναστημένων θεαμάτων, στα πλαίσια της νοσταλγίας για την “παλιά Αθήνα”, ήταν σαφές ότι αποτελούσε όχι μια ζωντανή εκδήλωση της λαϊκής κουλτούρας αλλά μια επεξεργασία από τα πάνω ορισμένων μορφών της. Ζητούμενο είναι η εξεύρεση των κατάλληλων πηγών που θα μας επιτρέψουν την πρόσβαση στη λαϊκή γειτονιά, πυρήνα της όποιας λαϊκής αποκριάτικης κουλτούρας θα αναπτύχθηκε.

Οι χωρικές διαστάσεις των παραπάνω εξελίξεων περιγράφηκαν μέσα από την παρουσίαση τριών βασικών χωρικών αντιθέσεων που δομούσαν την αποκριάτικη εμπειρία. Πρώτον, η αντίθεση ανάμεσα στο μέσα και το έξω, σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, συνδεόταν κατεξοχήν με την έμφυλη εμπειρία του χώρου, αλλά και με την αντίθεση αστικής και λαϊκής αποκριάς, “αιθουσών” και “δρόμου”. Φυσικά η σύνδεση αυτή ποτέ δεν ήταν απόλυτη: οι αστοί δεν ήταν κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους, ενώ συγκεντρώσεις στα σπίτια γίνονταν και στα ταπεινότερα κοινωνικά περιβάλλοντα -με τους “οικογενειακούς χορούς” να συνδέονται, μάλλον, στενότερα με τους μικροαστούς. Ορθότερη, λοιπόν, είναι η εικόνα που προκύπτει από την περιοδολόγηση της συμμετοχής των αστών στις εξωτερικές αποκριάτικες εκδηλώσεις: αρχικά από την ολόπλευρη συμμετοχή που έχουμε δεχτεί ως αφετηρία, στη σταδιακή αποστασιοποίηση προς όφελος της ανάπτυξης πιο αποκλειστικών διασκεδάσεων σε κλειστούς χώρους· στη συνέχεια περνάμε σε μια νέα εμπλοκή της αστικής τάξης στο δημόσιο καρναβάλι με τη διενέργεια παρελάσεων, ενώ ο κύκλος κλείνει με την κυριαρχία των εσωτερικών χώρων κατά τον μεσοπόλεμο. Η συνολική τάση, λιγότερο απόλυτα αλλά με ισχύ παρ’ όλ’ αυτά και για τις λαϊκές τάξεις, είναι από τα δρώμενα των δρόμων ως δεσπόζουσας μορφής εορτασμού της αποκριάς προς την κυριαρχία των χορών σε κλειστούς χώρους, ή, για να το πούμε αλλιώς, από τον δημόσιο χώρο της κοινότητας σε μια διασκέδαση πιο ιδιωτική και περιχαρακωμένη.

Δεύτερη βασική χωρική αντίθεση ήταν αυτή ανάμεσα στην παλιά και τη νέα πόλη. Η αντίθεση αυτή κυριαρχεί, προφανώς, κατά τη βασιλεία του Όθωνα, και σε κάποιο βαθμό συνδέθηκε με την αντίθεση ανάμεσα σε νέα, εξευρωπαϊσμένη και παλιά, πατροπαράδοτη κουλτούρα: ο χώρος της ευρωπαϊκής μουσικής της Κυριακής και αργότερα το Φάληρο της εμπορευματοποιημένης πολιτισμένης διασκέδασης έναντι των Κολώνων των πατροπαράδοτων κοινοτικών Κούλουμων αλλά και της συντηρητικής Πλάκας. Ενώ, όμως, με την πάροδο του χρόνου οι γειτονιές της παλιάς (“τουρκοκρατούμενης”) Αθήνας υποβαθμίζονται και υποτιμούνται, τον μεσοπόλεμο η νοσταλγία για την παλιά Αθήνα θα καταστήσει την Πλάκα κέντρο των (όποιων) εκδηλώσεων του αθηναϊκού καρναβαλιού για αρκετές δεκαετίες -σε αντίθεση με τη σύνδεση των νεωτερικών πρακτικών και χώρων με την τάση μετατροπής του καρναβαλιού σε μια “κανονική” περίσταση διασκέδασης.

Το τρίτο σημαντικό χωρικό δίπολο στο οποίο βασίστηκε η ανάλυσή μας είναι η αντίθεση ανάμεσα στο κέντρο και στην περιφέρεια της πόλης. Κατά τον 19ο αιώνα ο πόλος του κέντρου της πόλης ενισχύθηκε: αφενός η ανάγκη ενοποίησης και συντονισμού των αστικών δραστηριοτήτων αυξήθηκε καθώς η πόλη μεγάλωνε· αφετέρου η ενίσχυση της αστικής τάξης και του κράτους συνεπαγόταν, κι αυτή, την αύξηση της σημασίας του κέντρου της πόλης από πολιτική, διοικητική, συμβολική κλπ άποψη. Η ενίσχυση της συγκεντρωτικότητας στις δομές της πόλης πήρε τη μορφή όχι της συγκράτησης στο κέντρο του συνόλου των δραστηριοτήτων που υπήρχαν πριν σ’ αυτό, αλλά της υπαγωγής συνοικιακών δραστηριοτήτων στο κέντρο: αυτή προκύπτει από την ανάπτυξη συγκοινωνιών με ακτινωτή δομή, από τον νέο καταμερισμό ανάμεσα σε κεντρικούς χονδρέμπορους και συνοικιακούς μαγαζάτορες, από την τυποποίηση της διαδρομής των διαδηλώσεων στους κεντρικούς δρόμους και την τροφοδότησή τους από προσυγκεντρώσεις που συγκροτούνταν στο επίπεδο της συνοικίας.

Τις μέρες της αποκριάς η τάση ενίσχυσης του κέντρου παίρνει τη μορφή της συγκέντρωσης πλήθους σε κεντρικά σημεία, όπως η διασταύρωση της Ερμού με την Αιόλου παλιότερα και η Σταδίου αργότερα. Στα τέλη του 19ου αιώνα αφενός έχει περιοριστεί μια συνήθεια απευθείας επικοινωνίας μεταξύ των γειτονιών που είχε αναπτυχθεί παλιότερα (μαζική ανταλλαγή επισκέψεων μασκαράδων από γειτονιά σε γειτονιά), αφετέρου έρχονται οι παρελάσεις να ενισχύσουν στο έπακρο τη συρροή των Αθηναίων στο κέντρο. Η αύξηση των επιπέδων συγκέντρωσης των αποκριάτικων εκδηλώσεων συνδέεται προφανώς με τη διαδικασία αποσύνδεσης του καρναβαλιού από την κοινότητα και έντασης της μετατροπής των εκδηλώσεών του σε αστικό θέαμα. Αναδεικνύει, παράλληλα, τη σχέση που είχε η ενίσχυση του ρόλου του νέου κέντρου της πόλης με την ενίσχυση της αστικής τάξης, η οποία κατοικούσε σ’ αυτό τόσο κυριολεκτικά όσο και συμβολικά. Η αύξηση του βάρους των αστών απέκτησε και μία χωρική έκφραση: “ανακατάληψη” του κέντρου της Αθήνας κατά τις απόκριες και κατάλληλη διαμόρφωσή του, ενίσχυση εν γένει της κεντρικότητας των εκδηλώσεων. Ωστόσο ο εκ νέου περιορισμός της κεντρικότητας στον εορτασμό της αποκριάς, όταν σημειώθηκε η στροφή στα κέντρα διασκέδασης, δημιούργησε τη δυνατότητα για μια νέα αυτονομία της λαϊκής κουλτούρας.

Τέλος, η επέκταση της αστικής κουλτούρας συναρθρώθηκε θετικά με τη διεύρυνση της ελευθερίας των γυναικών. Οι έμφυλες σχέσεις ήταν ένα πεδίο στο οποίο η πολιτισμική ηγεμονία της αστικής τάξης μπορούσε να αποκτήσει πιο εύκολα προβάσεις, ενισχυόμενη και ενισχύοντας υπαρκτές τάσεις αλλαγής προς την κατεύθυνση του μεγαλύτερου συγχρωτισμού των δύο φύλων και της αύξησης της δυνατότητας των γυναικών να μετακινθούν στην πόλη. Σημείο αφετηρίας, λοιπόν, για τις Αθηναίες μια ζωή με ισχυρούς περιορισμούς όσον αφορά την παρουσία τους στον δημόσιο χώρο, τις ευκαιρίες διασκέδασης με τα άλλο φύλο, και άρα τη δυνατότητά τους να συμμετάσχουν ολόπλευρα στις αποκριάτικες διασκεδάσεις. Η εικόνα αυτή, την οποία δεν μπορούμε παρά να τη δεχτούμε στις γενικές της γραμμές παρά τις επιφυλάξεις που οφείλει να έχει κανείς για τον βαθμό στον οποίο περιγράφει ένα δέον ευυποληψίας που μπορεί να είχε ποικίλες εξαιρέσεις και σημεία διαφυγής, θα τροποποιηθεί ριζικά μέχρι τον μεσοπόλεμο. Η μικτή κοινωνικότητα θα διαδοθεί ως πρακτική και η προστασία των γυναικών από το βλέμμα των “ξένων” αντρών θα γίνει παρωχημένη· η πρόσβαση των γυναικών στον δημόσιο χώρο και μάλιστα στο κέντρο της πόλης θα κατακτηθεί στα τέλη της περιόδου, μ’ όλες τις παρενοχλήσεις που συνεπαγόταν· στα 1870-1890 θα διαδοθεί η συνήθεια να μεταμφιέζονται κι οι γυναίκες, χαρίζοντάς τους στιγμές ελευθερίας έκφρασης και αποφυγής της στενής επιτήρησης, αλλά και επιτρέποντάς τους έναν πιο ενεργητικό ρόλο στις απόκριες. Διατυπώνουμε, τέλος την υπόθεση ότι, ακριβώς επειδή οι γυναίκες βίωσαν περισσότερο ελεύθερα και ενεργητικά τις απόκριες στα νέα πλαίσια που όριζε η ηγεμονία της αστικής κουλτούρας, στήριξαν την εξάπλωσή της και αποτέλεσαν ένα σημαντικό στήριγμα στην ηγεμονική επίθεση της εκσυγχρονιστικής μερίδας της αστικής τάξης.

 

Ο Νίκος Ποταμιάνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971, και πρόσφατα εξελέγη εντεταλμένος ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του ΙΤΕ. Σπούδασε ιστορία στα τμήματα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Αθήνας και της Κρήτης, όπου εκπόνησε και τη διδακτορική του διατριβή. Το 2016 διεξήγαγε μεταδιδακτορική έρευνα στο Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Το 2016 και το 2017 δίδαξε ευρωπαϊκή και ελληνική ιστορία στα τμήματα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι μέλος της επιστημονικής επιτροπής και κριτής άρθρων στο περιοδικό Τα Ιστορικά, μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Οικονομικής Ιστορίας και ιδρυτικό μέλος του Δικτύου για την ιστορία της εργασίας και του εργατικού κινήματος. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους για θέματα ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας του 19ου και 20ού αιώνα. Από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης κυκλοφορεί η μελέτη του Οι Νοικοκυραίοι. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880-1925, από τις εκδόσεις Ασίνη η συλλογή άρθρων του Ευγενή παχύδερμα και πάσχοντες εργάτες. Επίκαιρες ιστορίες από τις αρχές του 20ού αιώνα και από τις εκδόσεις Κέδρος το παιδικό βιβλίο γνώσεων Γιατί οι πρωτόγονοι δεν ήξεραν τίποτα και άλλες ιστορίες από την Προϊστορία όπως τις είπα στην κόρη μου. Η υπό έκδοση μονογραφία του από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης αφορά την κοινωνική ιστορία της αποκριάς στην Αθήνα το 1800-1940. Οι περισσότερες δημοσιεύσεις του και ένα πληρέστερο βιογραφικό βρίσκονται στο Nikos Potamianos | University of Crete – Academia.edu

Βιβλία

  • Οι νοικοκυραίοι. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880-1925, Ηράκλειο 2015 (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, σελίδες 547 +xvi)
  • Ευγενή παχύδερμα και πάσχοντες εργάτες. Επίκαιρες ιστορίες από τις αρχές του εικοστού αιώνα, Αθήνα 2016 (εκδόσεις Ασίνη, σελίδες 186)
  • Γιατί οι πρωτόγονοι δεν ήξεραν τίποτα, και άλλες ιστορίες από την Προϊστορία όπως τις είπα στην κόρη μου, Αθήνα 2017, εκδόσεις Κέδρος (παιδικό βιβλίο γνώσεων)

 

Άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά

  • «“Κοινοβουλευτισμός, ούτος ο εχθρός”. Μια οργάνωση της ριζοσπαστικής δεξιάς: η εταιρεία “Ελληνισμός” 1898-1910», Ουτοπία 56 (2003), σ.77-95
  • «Η ριζοσπαστική δεξιά και το αγροτικό ζήτημα στις αρχές του εικοστού αιώνα. Η περίπτωση του Χρηστοβασίλη και της εταιρείας “Ελληνισμός”», Μνήμων 26 (2004), σ.133-156
  • «Δεξιά, αριστερά, γιακωβινισμός: ο ριζοσπαστισμός στα χρόνια του κινήματος στο Γουδί», Τα Ιστορικά 44 (2004), σ.97-132
  • «Πελατεία και λαϊκή πολιτική συμμετοχή στην ελληνική ιστορία», Τα Ιστορικά 49 (2008), σ.309-330
  • «“Ντόπιο πράμα!”. Το αίτημα εθνικής προτίμησης και οι στρατηγικές ελέγχου της αγοράς εργασίας από τις εργατικές συλλογικότητες: Αθήνα και Πειραιάς 1890-1922», Τα Ιστορικά 55 (2011), σ.283-322
  • «Moral economy? Popular demands and state intervention in the struggle over anti-profiteering laws in Greece 1914-1925», Journal of social history 48/4 (2015), σ.803-815
  • «Ρυθμίσεις της αγοράς στην Ελλάδα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου: διατιμήσεις, καταδίωξη της αισχροκέρδειας, ενοικιοστάσιο», Αρχειοτάξιο 17 (2016), σ.55-65
  • «Regulation and the retailing community: the struggle over the establishment of the holiday of Sunday in Greece, 1872-1925», History of Retailing and Consumption 3/3 (2017), σ.168-183
  • «Internationalism and the Emergence of Communist Politics in Greece, 1912-1924», Journal of Balkan and Near Eastern Studies (υπό έκδοση)
  • «Η εργασία των γυναικών στο λιανικό εμπόριο στην Αθήνα στις αρχές του εικοστού αιώνα», Τα Ιστορικά 67 (2018) (υπό δημοσίευση)

 

Δημοσιεύματα σε συλλογικούς τόμους κατόπιν πρόσκλησης

  • «Οι κυβερνήσεις του εμφυλίου. Ένα νέο πολιτικό σύστημα διαμορφώνεται», στο Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, Αθήνα 2004, τ.8, σ.221-230
  • «From the people to a class: the petite bourgeoisie of Athens, 1901-1923» στο Andreas Lyberatos (επιμ.), Social transformation and mass mobilization in the Balkan and Eastern Mediterranean cities, 1900-1923, Heraklion 2013, σ.133-145
  • «Greek labor movement and national preference demands, 1890-1922», υπό δημοσίευση στο M. Erdem Kabadayi και Leda Papastefanaki (επιμ.), Working in Greece and Turkey: a comparative labour history from empires to nation states, 1840 – 1940, Berghahn, Oxford – New York (υπό έκδοση)
  • «Associations in the trades 1870s-1914: organization and collective action of the working class and the petite bourgeoisie in Athens and Piraeus», υπό δημοσίευση στο Leda Papastefanaki και Nikos Potamianos (επιμ.), Social History of Greece (17th – 20th centuries. New approaches and perspectives, Berghahn, Oxford – New York (υπό έκδοση)
  • «”Οι πλάνητες υιοί του Ερμού”: πλανόδιοι έμποροι στους δρόμους της Αθήνας 1890-1930», υπό δημοσίευση στο Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου (επιμ.), Ιστορίες λιανικού εμπορίου στη σύγχρονη Ελλάδα, Αθήνα (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών)
  • «The discourse against “shameful profiteering” in Greece 1914-1925: notions of exploitation, anticapitalist morality and the concept of moral economy», υπό δημοσίευση στο Stefan Berger και Alexandra Przyrembel (επιμ.), Moralizing capitalism, εκδόσεις Palgrave Macmillan
  • «Τα Αποκριάτικα της Δόμνας Σαμίου και η λογοκρισία στο καρναβάλι», υπό δημοσίευση στο Πηνελόπη Πετσίνη και Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), Η λογοκρισία στην Ελλάδα. Από την καχεκτική δημοκρατία στη Μεταπολίτευση, Αθήνα (εκδόσεις Καστανιώτη)

 

Δημοσιεύματα σε πρακτικά συνεδρίων

  • «Η νομοθεσία κατά της αισχροκέρδειας, το ενοικιοστάσιο και η συγκρότηση του μικροαστικού ταξικού πόλου, 1916-1925», στο Σωκράτης Πετμεζάς-Τζελίνα Χαρλαύτη-Ανδρέας Λυμπεράτος-Κατερίνα Παπακωνσταντίνου (επιμ.), Θεωρητικές αναζητήσεις και εμπειρικές έρευνες. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, Ρέθυμνο 10-13/12/2008, Αθήνα 2012, σ.325-343 (http://hdoisto.gr/gr/activities/eeoi-conferences-archive/2008-conference)
  • «Ο σύνδεσμος συντεχνιών», στο (Εταιρεία Σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας), Η πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Αλλαγές και ανατροπές, Αθήνα 2012, σ.75-91
  • «Το μικροαστικό κοινό, το λαϊκό μυθιστόρημα και ο μετασχηματισμός του Καραγκιόζη στις αρχές του 20ού αιώνα», στο Κωνσταντίνα Γεωργιάδη (επιμ.), Για μια επιστημονική προσέγγιση του Καραγκιόζη, Ηράκλειο 2015, σ.151-170
  • «Κρατική πολιτική και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου (1910-1929): η εργατική νομοθεσία, οι προδιαγραφές υγιεινής και η εξαίρεση της αρτοποιίας», στο Χριστίνα Αγριαντώνη, Λήδα Παπαστεφανάκη και Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάννου (επιμ.), Αγορές και πολιτική. Ιδιωτικά συμφέροντα και δημόσια εξουσία (18ος-20ός αιώνας), Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας, Βόλος 2016, σ.287-299
  • «Η ίδρυση και τα πρώτα χρόνια της ΓΣΕΒΕ (1919-1925)», στο Ε. Αβδελά, Ρ. Αλβανός, Δ. Κουσουρής και Μ. Χαραλαμπίδης (επιμ.), Η Ελλάδα στο μεσοπόλεμο, Αθήνα 2017, σ.171-185
  • «Πώς συγκροτήθηκε μια νέα ταξική ταυτότητα: η «μέση αστική τάξις», 1919-1925», υπό δημοσίευση στα πρακτικά του συνεδρίου «Ταυτότητες: γλώσσα και λογοτεχνία» που οργάνωσε το τμήμα Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης στην Κομοτηνή, 9-11 Οκτωβρίου 2015
  • «Κανόνες, απαγορεύσεις και αυτολογοκρισία στο καρναβάλι της Αθήνας 1887-1920», στο Πηνελόπη Πετσίνη και Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), Η λογοκρισία στην Ελλάδα, Αθήνα 2016, σ.71-78
  • «Ο ριζοσπαστισμός στα 1908-1910 και η έννοια του λαϊκισμού», στο (Εταιρεία Σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας), Λαϊκισμός. Στην ιστορία, την τέχνη, την πολιτική, Αθήνα 2016, σ.117-131
  • «Απόκριες στην Αθήνα 1800-1940: νοήματα πέραν της διασκέδασης στις καρναβαλικές εκδηλώσεις και η παρακμή τους», υπό δημοσίευση στο Νίκος Ποταμιάνος και Έλενα Μελίδη (επιμ.), “Η απόκρια με τις ελευθερίες της”: το καρναβάλι στην Ελλάδα 19ος-21ος αιώνας, Αθήνα (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης)

 

Μελέτες δημοσιευμένες στο διαδίκτυο

  • «Το κέντρο και οι γειτονιές της Αθήνας 1870-1922»: μερική δημοσίευση στην ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (http://www.ekke.gr/images/PDF/Abstract-potamianos.pdf) της ομώνυμης ανακοίνωσης στο σεμινάριο «Το κέντρο της Αθήνας από τον 19ο στον 21ο αιώνα: μια διεπιστημονική προσέγγιση» που οργάνωσαν το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, το τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστήμιου (ΠΜΣ Εφαρμοσμένη γεωγραφία και διαχείριση του χώρου) και το τμήμα Κοινωντρο νικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου (ΠΜΣ Κοινωνικές διακρίσεις, μετανάστευση και ιδιότητα του πολίτη) (βλ. παραπάνω ανακοίνωση υπ’ αριθμόν 10)
  • «The trade community and its transformation: professional associations’ festivals in Greece 1880-1930»: δημοσίευση της ανακοίνωσης υπ’ αριθμόν 13 στην ιστοσελίδα του ερευνητικού προγράμματος «Μορφές δημόσιας κοινωνικότητας στην αστική Ελλάδα του 20ού αιώνα: σύλλογοι, δίκτυα κοινωνικής παρέμβασης και συλλογικές υποκειμενικότητες»
  • «Η χωροθέτηση του λιανικού εμπορίου και της βιοτεχνίας στην Αθήνα 1830-1925»: στο συλλογικό διαδικτυακό πρότζεκτ Athens Social Atlas
  • «Η κοσμοπολίτικη Αθήνα: οι παροικίες δυτικοευρωπαίων τον 19ο αιώνα»: στο συλλογικό διαδικτυακό πρότζεκτ Athens Social Atlas

 

Βιβλιοκριτικά δοκίμια, Βιβλιοκρισίες, Χρονικά συνεδρίων

  • Βιβλιοκρισία της μελέτης του Σπύρου Μαρκέτου, «Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού», Τα Ιστορικά 45 (2006), σ.525-531
  • «Έθνος και τάξη στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο», Τα Ιστορικά 51 (2009), σ.478-486 (Χρονικό συνεδρίου)
  • (σε συνεργασία με την Ελένη Μουζουράκη): «Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί εκατό χρόνια μετά», Τα Ιστορικά 52 (2010), σ.240-246 (Χρονικό δύο συνεδρίων)
  • Βιβλιοκρισία της μελέτης της Ελένης Μπαστέα, «Αθήνα 1834-1896. Νεοκλασική πολεοδομία και ελληνική εθνική συνείδηση», Τα Ιστορικά 54 (2011), σ.253-257
  • (σε συνεργασία με τη Βούλα Βερράρου): «Μια νέα ιστορία της νεότερης Ελλάδας» (βιβλιοκριτικό δοκίμιο για τη μελέτη του Κώστα Κωστή «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας. Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος-21ος αιώνας»), Τα Ιστορικά 61 (2014), σ.427-448
  • (σε συνεργασία με τον Κώστα Παλούκη και τη Λήδα Παπαστεφανάκη): «Το ελληνικό Δίκτυο για την Ιστορία της Εργασίας και του Εργατικού Κινήματος. Ελληνικές και ευρωπαϊκές αλληλεπιδράσεις», Αρχειοτάξιο 18 (2016), σ.218-222
  • «Ιστορία του λιανικού εμπορίου στον 20ό αιώνα», Τα Ιστορικά 66 (2017), σ.223-226 (χρονικό συνεδρίου και παρατηρήσεις για το συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο)

 

Δημοσιεύσεις σε έντυπα που απευθύνονται στο ευρύτερο κοινό

  • Σειρά άρθρων στα έντυπα Πολεμικός Τύπος και Εμφύλιος Τύπος (2003-2004) για ζητήματα της ιστορίας της κατοχής, του εμφυλίου και της δικτατορίας 1967-1974 (πχ «Βιομηχανική γενοκτονία. Η εξόντωση των Εβραίων της νότιας Ελλάδας», Πολεμικός τύπος 46 (2003) και «Η νύχτα του Πολυτεχνείου», Εμφύλιος τύπος 59 (2004)
  • «Σπουδαίοι έλληνες αθλητές», στα Ολυμπιακά Ιστορικά. Η ιστορία των ολυμπιακών αγώνων, (της εφημερίδας Ελευθεροτυπία), Αθήνα 2004, τ.5, 99-146
  • «Το κίνημα στο Γουδί και ο Βενιζέλος», Ιστορικά (της εφημερίδας Ελευθεροτυπία) 289, 9 Ιουνίου 2005, σ.6-16 (αφιέρωμα στο κίνημα στο Γουδί)
  • «Από το κίνημα του 1909 στην άνοιξη του 1910», στο Νίκη Μαρωνίτη (επιμέλεια), Το κίνημα στο Γουδί 1909, Αθήνα 2010, βιβλίο στη σειρά της εφημερίδας Νέα «Έξι στιγμές του εικοστού αιώνα»
  • «Για μια θεωρητική προσέγγιση των μικροαστών ως τάξης», περιοδικό Διάπλους 26 (2008), σ.50-55
  •  «Για την 28η Οκτωβρίου και τον φασισμό», 2012, πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα alfavita
  • «Η αργία της Κυριακής: η καθιέρωσή της το 1909-10 και ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους καταστηματάρχες», 2013, αρχικά στην ιστοσελίδα Η Λέσχη
  • «Γιατί καθιερώθηκε η μονιμότητα στο δημόσιο;», Αυγή 23 Μαρτίου 2014 (Ενθέματα). http://enthemata.wordpress.com/2014/03/23/npotamianos/
  • «Η εξημέρωση του καρναβαλιού. Απόκριες και πολιτική στην Αθήνα του 19ου αιώνα», Εφημερίδα των συντακτών 24 Φεβρουαρίου 2017