Research Centre for the Humanities (RCH)
EN / ΕΛ
Research Centre for the Humanities (RCH)

Cultures and Cultural Production

«Η έννοια της μνήμης στον ύστερο πλατωνισμό»

Παπαχρήστου Ιωάννης

ΈρευναΗμερίδαΑποτελέσματα ΈρευναςΣύντομο ΒιογραφικόΔημοσιεύσεις

Συνοπτική Περιγραφή της Έρευνας

Η έννοια της μνήμης αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις έννοιες του ανθρώπινου βίου. Όταν μιλούμε για μνήμη, όλοι φαίνεται να κατανοούμε τι σημαίνει και πώς επηρεάζει τη ζωή μας. Ωστόσο, η έννοια της μνήμης φαίνεται να εκτείνεται σε ένα ευρύτατο νοηματικό φάσμα που ουσιαστικά δυσκολεύει τον ορισμό της. Θυμόμαστε γεγονότα του παρελθόντος, πώς συνέβησαν, προσωπικές εμπειρίες και συναισθήματα. Φιλόσοφοι, ψυχολόγοι, νευρολόγοι, γενετιστές και άλλοι επιστήμονες επιχειρούν, από τη δική τους σκοπιά, να ταυτίσουν τη μνήμη με συγκεκριμένες λειτουργίες ή ικανότητες του νου και να την αναγάγουν στις φυσικές διεργασίες που απαιτούνται κατά την επιτέλεσή της. Επομένως, αντιλαμβάνονται τη μνήμη ως μηχανισμό που συνδέει την αίσθηση με τη νόηση, ως βασικό εργαλείο για το σχηματισμό καθολικών εννοιών, ή ως ουσιώδες συστατικό του εαυτού, της συνείδησης και της ταυτότητας του καθενός.

Η έρευνα εστιάζει στην ιστορία των θεωριών μνήμης της ύστερης αρχαιότητας, που έχει λιγότερο μελετηθεί, και στοχεύει στην ανάδειξη των διαφορετικών θέσεων σχετικά με τη μνήμη που υποστηρίχθηκαν από ύστερους Πλατωνικούς φιλοσόφους, όπως ο Ιάμβλιχος, ο Συριανός, ο Πρόκλος, ο Ερμείας, ο Δαμάσκιος, ο Ασκληπιός και ο Ολυμπιόδωρος. Ειδικότερα, η επισταμένη ανάγνωση των κειμένων αυτών των φιλοσόφων σκοπεύει να εξετάσει και διασαφηνίσει τρεις όψεις της έννοιας της μνήμης στην αρχαιότητα: (i) Οντολογία: Η μνήμη ως μία από τις λειτουργίες της ψυχής. Η σχέση της φαντασίας με τη μνήμη και η οντολογία των αντικειμένων της μνήμης. (ii) Επιστημολογία: Η μνήμη ως μέρος της γνωστικής διαδικασίας. Ο ρόλος της μνήμης στην απόκτηση γνώσης, η σχέση ανάμεσα σε μνήμη και ανάμνηση, η σχέση της μνήμης με την εμπειρία, και ο ρόλος της μνήμης στο σχηματισμό καθολικών εννοιών. (iii) Ηθική: Η μνήμη ως στοιχείο των ανθρώπινων πράξεων. Ο ρόλος της μνήμης σε σχέση με την ηδονή και τη λύπη και πως επηρεάζει την ηθική πράξη.

 

Η έρευνα του κ. Παπαχρήστου ενισχύθηκε οικονομικά από το ΚΕΑΕ με τη χρηματοδότηση από το

Ημερίδα

“Μνήμη και Ανάμνηση στην Αρχαιότητα”

6 Νοεμβρίου 2017
Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών
Αίθουσα Σεμιναρίων, Φρυνίχου 9, Πλάκα, 105 58

Οργάνωση: Ιωάννης Παπαχρήστου, στο πλαίσιο της μεταδιδακτορικής του έρευνας με τίτλο «Μνήμη, λήθη και ανάμνηση στον ύστερο Πλατωνισμό», που χρηματοδοτείται από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες για το 2017.

Πληροφορίες: g.papachristou@yahoo.gr

 

Πρόγραμμα

15.30  Καλωσόρισμα- Εισαγωγή

16.00  Ο Αριστοτέλης για την μνήμη και τις γνωστικές ικανότητες των ζώων, Στασινός Σταυριανέας, Λάμπρος Σπηλιόπουλος (Πανεπιστήμιο Πατρών)

16.45  Μνήμη στην Ελληνιστική φιλοσοφία, Κατερίνα Ιεροδιακόνου (Ε.Κ.Π.Α.)

17.30  Διάλειμμα

18.00  Πλωτίνος εναντίον Λογγίνου περί μνήμης, Παύλος Καλλιγάς (Διευθυντής Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών)

18.45  Μνήμη, ανάμνηση και γνώση στον ύστερο Πλατωνισμό, Ιωάννης Παπαχρήστου (Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες)

19.30  Σχολιάζοντας την Αριστοτελική μνήμη: μια βυζαντινή ερμηνεία, Δάφνη Αργύρη (Ε.Κ.Π.Α.)

 


Πρόγραμμα Ημερίδας

Φωτογραφικό υλικό από την Ημερίδα

Έρευνα: «Η έννοια της μνήμης στον ύστερο Πλατωνισμό»

Ερευνητής: Δρ. Ιωάννης Παπαχρήστου

Η έρευνα «Η έννοια της μνήμης στον ύστερο Πλατωνισμό» χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2017, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.

Εισαγωγή

Η έννοια της μνήμης αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις έννοιες του ανθρώπινου βίου. Όταν μιλάμε για μνήμη, όλοι φαίνεται να κατανοούμε τι σημαίνει και πώς επηρεάζει την ζωή μας. Ωστόσο, η έννοια της μνήμης φαίνεται να εκτείνεται σε ένα ευρύτατο νοηματικό φάσμα που ουσιαστικά δυσκολεύει τον ορισμό της. Θυμόμαστε γεγονότα του παρελθόντος, πώς συνέβησαν, προσωπικές εμπειρίες και συναισθήματα. Φιλόσοφοι, ψυχολόγοι, νευρολόγοι, γενετιστές και άλλοι επιστήμονες επιχειρούν, από την δική τους σκοπιά, να ταυτίσουν την μνήμη με συγκεκριμένες λειτουργίες ή ικανότητες του νου και να την αναγάγουν στις φυσικές διεργασίες που απαιτούνται κατά την επιτέλεσή της. Επομένως, αντιλαμβάνονται την μνήμη ως μηχανισμό που συνδέει την αίσθηση με την νόηση, ως βασικό εργαλείο για τον σχηματισμό καθολικών εννοιών, ή ως ουσιώδες συστατικό του εαυτού, της συνείδησης και της ταυτότητας του καθενός.

Με δεδομένο ότι η μνήμη βρίσκεται, θα λέγαμε, πίσω από κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και έκφραση ως συγκροτητικός ιστός, την συναντάμε αρχικά ως προσωποποιημένη θεότητα από νωρίς στην αρχαιότητα. Η Μνημοσύνη επέχει τον ρόλο της μητέρας των εννέα Μουσών και αποτυπώνεται έτσι στον νου των ανθρώπων του αρχαίου κόσμου ως η θεότητα που κρατά τα σκήπτρα της γνώσης και του πολιτισμού. Από τα λίγα κειμενικά σπαράγματα που διαθέτουμε από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, δεν προκύπτει ότι η έννοια της μνήμης διερευνάται χωριστά ως φιλοσοφικό ζήτημα. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι σε γνωσιολογικό επίπεδο η μνήμη πρέπει να είχε κάποια θέση στην προσωκρατική φιλοσοφία.

Από τον Πλάτωνα και έπειτα διαθέτουμε συστηματικότερες φιλοσοφικές προσεγγίσεις τόσο της έννοιας της μνήμης όσο και της έννοιας της ανάμνησης. Ο Αριστοτέλης εργάστηκε προς αυτή την κατεύθυνση επιχειρώντας την πρώτη επίμονη προσπάθεια να ορίσει, να προσδιορίσει και να διακρίνει την μνήμη και την ανάμνηση. Τα συμπεράσματά του γύρω από τις δύο έννοιες καθόρισαν την μετέπειτα φιλοσοφική παράδοση για αιώνες αλλά κυρίως άνοιξαν διαχρονικά ερωτήματα για την φύση της μνήμης.

Η μνήμη απασχολεί τους φιλοσόφους της αρχαιότητας από διαφορετικές σκοπιές. Η πρωταρχική, και ίσως η προφανής, αναφορά στην μνήμη σχετίζεται με ζητήματα γνώσης. Υπό μία έννοια, η μάθηση και η γνώση είναι αδύνατες δίχως την μνήμη (ή την ανάμνηση). Ωστόσο τα γνωσιολογικά προβλήματα που προκύπτουν για την έννοια της μνήμης είναι βαθύτερα και πολυπλοκότερα. Για παράδειγμα, παρατηρούμε ότι ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και η μετέπειτα φιλοσοφική παράδοση εστιάζουν, από την μία μεριά, στην σχέση της μνήμης με την αίσθηση και από την άλλη μεριά, στην σχέση της μνήμης με το ανώτερο, έλλογο μέρος της ψυχής (χωρίς να είναι για όλους δεδομένη: ο Αριστοτέλης δεν σχετίζει την μνήμη με τις νοητικές ικανότητες του έλλογου όντος αλλά τονίζει την σχέση της ανάμνησης με την διάνοια). Η φύση της μνήμης ως γνωστικής διεργασίας δείχνει ότι τα αντικείμενα της μνήμης προέρχονται και από την αίσθηση και από τον νου. Η συζήτηση γύρω από την φύση των αντικειμένων της μνήμης είναι μακρά, όπως και η λίστα τους: συναισθήματα, αισθήσεις, αναπαραστάσεις της φαντασίας, γεγονότα, πράξεις, σκέψεις, μαθηματικές έννοιες, γεωμετρικά σχήματα, καθολικές έννοιες (θεωρία των καθόλου). Η μνήμη αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για την γνώση των αισθητών αλλά και για την επιστήμη νοητικών αντικειμένων.

Ωστόσο, σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι προσεγγίσεις της μνήμης στην αρχαιότητα θέτουν ερωτήματα που δεν είναι τόσο προφανή, όσο τα παραπάνω. Η μνήμη λαμβάνει χαρακτήρα ηθικό στον βαθμό που αποτελεί μέσο με το οποίο πράττουμε, όταν για παράδειγμα θυμόμαστε ένα λυπηρό ή ένα ευχάριστο γεγονός ή όταν, σύμφωνα με την επικούρεια φιλοσοφία, ο φόβος του θανάτου απαλύνεται μέσω της μνήμης. Ένα άλλο χαρακτηριστικό πρόβλημα που θέτει η αρχαιότητα― κυρίως λόγω του προσδιορισμού της μνήμης σε σχέση με την ανάμνηση― είναι η γνώση του εαυτού. Ιδίως η έννοια της ανάμνησης, ως παράγωγο της αρχικής μνήμης ενός αντικειμένου (αισθητού ή νοητού), αποτελεί τον σπουδαιότερο παράγοντα (στην πλατωνική παράδοση) γνώσης του εαυτού. Η ανάμνηση οδηγεί την ψυχή στην γνώση του εαυτού της και στην άνοδό της στον νοητό κόσμο από τον οποίο προέρχεται.

Τα ερωτήματα γύρω από τον ορισμό της μνήμης ως λειτουργίας της ψυχής αλλά και τα επιμέρους βαθύτερα ερωτήματα, που διατυπώθηκαν παραπάνω, διατρέχουν την ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας έως την ύστερη αρχαιότητα. Το ερευνητικό πρόγραμμα «Η έννοια της μνήμης στον ύστερο Πλατωνισμό» εστιάζει στην ιστορία των θεωριών μνήμης της ύστερης αρχαιότητας, που έχει λιγότερο μελετηθεί, και στοχεύει στην ανάδειξη των διαφορετικών θέσεων σχετικά με την μνήμη που υποστηρίχθηκαν από ύστερους Πλατωνικούς φιλοσόφους, όπως ο Ιάμβλιχος (3ος-4ος αι.), ο Συριανός (4ος-5ος αι.), ο Πρόκλος (5ος αι.), ο Ερμείας (5ος αι.), ο Δαμάσκιος (5ος-6ος αι.), ο Ασκληπιός (6ος αι.) και ο Ολυμπιόδωρος (6ος αι.).

Μεθοδολογία και στόχοι

Το κεντρικό ενδιαφέρον του ερευνητικού προγράμματος και της επακόλουθης μονογραφίας είναι η επισταμένη μελέτη των σχετικών κειμένων και η ανασύσταση των απόψεων των ύστερων Πλατωνικών φιλοσόφων. Ο στόχος είναι η έκδοση εισαγωγικού εγχειριδίου σε ακανθώδη ζητήματα μνήμης και ανάμνησης στην ιστορία του Πλατωνισμού. Τα περισσότερα από τα υπό μελέτη κείμενα δεν έλαβαν την προσοχή της σύγχρονης βιβλιογραφίας με επίκεντρο την μνήμη και οι συμβολές των ύστερων Πλατωνικών δεν έχουν αναδειχθεί επαρκώς. Η φύση του αντικειμένου απαιτεί να κινούμαστε μεθοδολογικά από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη προς την ύστερη αρχαιότητα για να επιτευχθεί μιας εις βάθος φιλοσοφική ανάλυση και αξιολόγηση των θεωριών μνήμης της ύστερης αρχαιότητας. Ταυτόχρονα, οι σύγχρονες μελέτες για την έννοια και την λειτουργία της μνήμης συχνά βοηθούν στο να ξεδιαλύνουμε τις λεπτές εννοιολογικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις σημερινές και τις αρχαίες χρήσεις των όρων. Το εγχειρίδιο που προετοιμάζεται στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος, θα έχει τίτλο «Μνήμη, λήθη και ανάμνηση στον ύστερο Πλατωνισμό» και θα συμβάλλει στην κάλυψη του γνωστικού μας κενού για την έννοια της μνήμης στην πλατωνική φιλοσοφία της ύστερης αρχαιότητας, ανοίγοντας τον διάλογο στην ακαδημαϊκή φιλοσοφική κοινότητα.

Ο Πλάτων για την μνήμη

Ο Πλάτων αναφέρει την μνήμη και την ανάμνηση σε διάφορους διαλόγους. Δεν αναφέρει όμως την μνήμη τόσο συχνά όσο την ανάμνηση. Ο όρος μνήμη εμφανίζεται ως διακριτός όρος από την ανάμνηση, αλλά συχνά δίδεται η εντύπωση στα πλατωνικά κείμενα ότι οι δύο όροι συγχέονται ή και ότι εννοιολογικά ταυτίζονται.

Στον Φίληβο  ο Πλάτων εμφανώς διαχωρίζει την μνήμη από την ανάμνηση. Ο Πλάτων ορίζει την μνήμη ως την διαφύλαξη (σωτηρία) της αίσθησης και την ανάμνηση ως ανάκληση ενός πράγματος που βιώθηκε με την συμβολή της ψυχής και του σώματος ταυτόχρονα ή ως ικανότητα να ανακαλέσουμε μια χαμένη μνήμη ενός πράγματος που αισθανθήκαμε ή μάθαμε στο παρελθόν. Στον Φίληβο συναντάμε και την σχέση της μνήμης με την ηδονή και την λύπη: οι άνθρωποι μπορούν να αισθανθούν ηδονή (ευχαρίστηση) και λύπη (πόνο) ακόμη και χωρίς την διαμεσολάβηση του σώματος, παρά μόνο με την μνήμη ενός ευχάριστου ή λυπηρού αισθήματος (ή γεγονότος).[1]

Στον Θεαίτητο του Πλάτωνα συναντάμε την περίφημη γνωσιολογική μεταφορά του κέρινου εκμαγείου. Το κέρινο εκμαγείο αποτελεί δώρο της Μνημοσύνης και πάνω σε αυτό αποτυπώνονται όσα θελήσουμε να μνημονεύσουμε, όπως αισθητά αντικείμενα, σκέψεις και έννοιες. Μνήμη και γνώση αυτών έχουμε όταν οι τύποι τους αποτυπώνονται στο εκμαγείο με καθαρότητα. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η μνήμη ενός πράγματος συνεπάγεται και την  γνώση του.[2]

Η έννοια της ανάμνησης παίζει σπουδαίο ρόλο στην πλατωνική θεωρία περί ψυχής. Η ανάμνηση συγκροτεί την ουσία της ψυχής και σηματοδοτεί την προΰπαρξή της στο νοητό επίπεδο: η ψυχή αναμιμνήσκει την γνώση που διέθετε ήδη, πριν την κάθοδό της στο αισθητό σώμα. Το επιχείρημα αυτό εμφανίζεται στον Φαίδωνα ανάμεσα σε άλλα επιχειρήματα που έχουν στόχο να αποδείξουν την αθανασία της ψυχής και την προΰπαρξή της.[3]

Η επιστημολογία του Πλάτωνα επίσης στηρίζεται εν μέρει στην έννοια της ανάμνησης. Οι ενσώματες ψυχές αποκτούν γνώση μέσω ανάμνησης. Ο Πλάτων τονίζει ότι η μάθηση ορίζεται ως ανάμνηση στον διάλογο Μένων αλλά και στον διάλογο Φαίδων.[4] Το παράδοξο «του Μένωνα», όπως είναι γνωστό στην ιστορία της φιλοσοφίας, θέτει το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να ερευνήσεις για κάτι που δεν γνώριζες ήδη ότι υπάρχει και πώς μάλιστα θα ξέρεις ότι το βρήκες εφόσον δεν το γνώριζες ήδη (Μένων, 80d5-8); Η απάντηση του Σωκράτη είναι ότι μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο ό,τι ήδη γνωρίζουμε. Επειδή λοιπόν μπορούμε να ανασύρουμε αναμνήσεις και να έχουμε έστω και μια αμυδρή ή αδύναμη γνώση για το τι είναι καλό και κακό, τι δίκαιο και τι άδικο, δεν έχουμε παρά να θεωρήσουμε ότι η γνώση τους προϋπάρχει και η ψυχή μπορεί εν τέλει να την αναμνησθεί. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ο Πλάτωνας καταλήγει στον ορισμό της μάθησης ως ανάμνησης. Μαθαίνουμε, γνωρίζουμε, αποκτάμε δηλαδή επιστήμη ενός πράγματος, σημαίνει ότι έχουμε ανάμνηση πρότερης γνώσης που λόγω της αισθητής ζωής η ψυχή (μας) ξεχνά.

Πλήθος ερωτημάτων προκύπτει από τα πολύ λίγα που σημειώνει ο Πλάτωνας για την έννοια της μνήμης. Δεν είναι σαφές, για παράδειγμα, εάν ο Πλάτων αντιλαμβάνεται την μνήμη ως ικανότητα του λογικού μέρους της ψυχής ή ως ικανότητα ενδιάμεση που άπτεται δηλαδή τόσο των κατώτερων αισθητών μερών της ψυχής αλλά και του ανώτερου. Ο Πλάτων αναγνωρίζει ότι η μνήμη σχετίζεται με την αίσθηση και μοιάζει να αποδίδει στην μνήμη τον παθητικό χαρακτήρα διάσωσης των αισθήσεων, μια ικανότητα με την οποία διατηρούμε αισθητά αλλά και νοητά (νοητικά) αντικείμενα. Η ανάμνηση έχει κεντρικότερη σημασία στο έργο του Πλάτωνα και στο γνωσιολογικό (θεωρία γνώσης, μάθησης) και στο οντολογικό επίπεδο (θεωρία ψυχής, αθανασία ψυχής), όπου παρουσιάζεται ως ικανότητα της ψυχής με ενεργότερο χαρακτήρα από την μνήμη, καθώς η ανάμνηση ορίζεται ως νοητική διαδικασία ανάκλησης γνώσης, σκέψεων, γεγονότων, μνημών υποκινούμενη από την ψυχή και το σώμα ταυτόχρονα.

Μνήμη, λήθη και ανάμνηση στον ύστερο Πλατωνισμό

Οι ύστεροι Πλατωνικοί φιλόσοφοι, που εξετάζονται στο πλαίσιο του ερευνητικού μου προγράμματος, αντλούν στοιχεία όχι μόνο από την Πλατωνική παράδοση που ακολουθούν αλλά και από την Περιπατητική παράδοση. Οι θέσεις τους επομένως για την μνήμη και την ανάμνηση διαμορφώνονται από μια μακρά φιλοσοφική παράδοση και εντάσσονται στο ιδιαίτερο πλατωνικό σύστημα που αναπτύχθηκε κατά την ύστερη αρχαιότητα.

Οι Πλατωνικοί φιλόσοφοι, στους οποίους εστιάζει η μονογραφία, ερμηνεύουν δημιουργικά τις θέσεις του Πλάτωνα για την μνήμη και την ανάμνηση. Οι ερμηνείες τους, ωστόσο, εμπεριέχουν συστηματικές προσπάθειες να αποσαφηνιστούν βασικά ζητήματα γύρω από τις δύο έννοιες χωριστά αλλά και ως προς την μεταξύ τους σχέση. Κυρίως από τον Πρόκλο και μετά, παρατηρείται ότι οι φιλόσοφοι επιχειρούν να διακρίνουν σαφέστερα την μνήμη από την ανάμνηση. Τα ερωτήματα που εντοπίζονται στα κείμενά τους ανοίγουν ένα δυναμικό πεδίο πλείστων επιπλέον τοποθετήσεων. Συνοπτικά, μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής ζητήματα που μελετώνται στην μονογραφία: η θέση της μνήμης στο πλατωνικό οντολογικό σύστημα, η διαίρεση της μνήμης, η μνήμη και η επιστήμη, η μνήμη και η αλήθεια, η λήθη ως απαραίτητος όρος για να υπάρξει ανάμνηση, τα αντικείμενα της μνήμης και της ανάμνησης, ο ρόλος της ανάμνησης στην γνώση του εαυτού της ψυχής, η ανάμνηση και η επιστροφή (τεχνικός όρος του Πλατωνισμού), η ανάμνηση και η διάνοια ως δίοδοι και εγγυήτριες της γνωστικής διαδικασίας. Όλα αυτά τα ζητήματα συνθέτουν το μωσαϊκό των Πλατωνικών συζητήσεων για την μνήμη και την ανάμνηση.

Ο Πρόκλος εισάγει την μνήμη στον νοητό κόσμο. Οι απαρχές μιας τέτοιας θεωρίας για την μνήμη δεν μπορούν να προσδιοριστούν. Υπάρχουν όμως στοιχεία ότι ο Πρόκλος στηρίζεται στην ερμηνεία του στον Τίμαιο (ή του δασκάλου του, του Συριανού) για να δείξει ότι η μνήμη διαιρείται σε τρία επίπεδα του νοητού κόσμου: στον νου του δημιουργού, στους δεύτερους θεούς και στις ψυχές (και τους δημιουργικούς λόγους).[5] Δεν πρόκειται για μια τριπλή έννοια της μνήμης ή για τριμερισμό της: ο ρόλος που της αποδίδει ο Πρόκλος είναι ο ίδιος και στις τρεις περιπτώσεις. Πρόκειται για την παρουσία ή έκφανση της μνήμης σε τρία επίπεδα του νοητού. Έτσι, η μνήμη θεωρείται το σταθερό θεμέλιο της γνώσης της θείας νόησης του δημιουργού, της υποδεέστερης αυτού γνώσης της θείας νόησης των δεύτερων θεών και της γνώσης της νόησης των ψυχών.

Με αυτό τον τρόπο η μνήμη ανάγεται σε αιτία διατήρησης της φύσης κάθε επιπέδου, επειδή ακριβώς χάρη στην μνήμη τα κατώτερα επίπεδα του νοητού κόσμου διατηρούν την σχέση τους με την αμέσως ανώτερή τους αιτία: οι ψυχές έχουν μνήμη της ανώτερής τους αιτίας και πηγής που είναι οι δεύτεροι θεοί, οι δεύτεροι θεοί έχουν μνήμη του δημιουργού και ο δημιουργός του Νου.

Μια παρόμοια προσέγγιση της μνήμης, όπως αυτή του Πρόκλου, συναντάμε στον Δαμάσκιο. Σύμφωνα με τον Δαμάσκιο στο υπόμνημά του στον Φίληβο, η μνήμη αρχικά διακρίνεται σε άλογη, σε λογική και σε νοερή και η κάθε μία με την σειρά της διαιρείται διπλά ως εξής:[6] η άλογη μνήμη διακρίνεται σε αισθητική και φανταστική, η λογική μνήμη διακρίνεται σε δοξαστική και διανοητική και, τέλος, η νοερή μνήμη διακρίνεται σε θεία και ουσιώδης.

Ο Δαμάσκιος αποδίδει στην αίσθηση την ιδιότητα να διατηρεί, ιδιότητα που, υπό μία έννοια, καθιστά την αίσθηση συγγενική προς την μνήμη, που επίσης διατηρεί τα αντικείμενά της. Η αίσθηση προσφέρει στην μνήμη κάποια από τα αντικείμενά της. Όταν η μνήμη ενός αισθητού επισυμβαίνει με την διαμεσολάβηση της φαντασίας, βρισκόμαστε ακόμα στο επίπεδο της άλογης μνήμης. Η φαντασία διαφυλάσσει τις παραστάσεις των αισθητών που εν συνεχεία αποτελούν αντικείμενο της μνήμης. Αμέσως ανώτερη της άλογης μνήμης είναι η λογική που διαθέτουν μόνο τα έλλογα όντα. Ο Δαμάσκιος διακρίνει στην λογική μνήμη ένα κατώτερο επίπεδο, την μνήμη κατά την δόξα, και ένα ανώτερο επίπεδο, την μνήμη κατά την διάνοια. Η μνήμη κατά την δόξα είναι σε άμεση συνάρτηση με την μνήμη κατά την αίσθηση και την φαντασία. Η μνήμη κατά την διάνοια φαίνεται να αποτελεί το ανώτατο επίπεδο μνήμης για τα έλλογα ζώα αλλά και το ανώτατο επίπεδο μνήμης για τον αισθητό κόσμο. Η διάνοια παρέχει αντικείμενα στη μνήμη εξασφαλίζοντας βεβαιότερη και στερεότερη γνώση του κόσμου. Ανώτερη της άλογης και της λογικής μνήμης είναι η νοερή μνήμη που διακρίνεται σε μνήμη κατά τον νου στα νοερά και θεία όντα και σε μνήμη κατά την ουσία. Η νοερή μνήμη του κατώτερου επιπέδου επισυμβαίνει σύμφωνα με τον νου των νοερών, δηλαδή των θείων, όντων. Τέλος, Επιστέγασμα των επιπέδων της μνήμης, σύμφωνα με το σχήμα του Δαμάσκιου, αποτελεί η μνήμη κατά την ουσία, δηλαδή η ουσία «μνήμη», που αναφέρεται στο κείμενο ως η θεά της μνήμης. Η θεά της μνήμης, ως νοητή ουσία, είναι η γενεσιουργός αιτία κάθε μνημονικής ιδιότητας από το επίπεδο της άλογης αίσθησης ως το επίπεδο των θείων οντοτήτων.

Ήδη η τριπλή έννοια της μνήμης που προτείνει ο Πρόκλος και σχεδόν μεταμορφώνει ο Δαμάσκιος ανοίγει πολλαπλά ερωτήματα αλλά και εσωτερικές διαφοροποιήσεις μέσα στους πλατωνικούς κόλπους. Προς το παρόν, εκείνο που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι η μνήμη στον Πρόκλο αλλά και στον Δαμάσκιο συνδέεται και με τα αντίστοιχα κάθε φορά επίπεδα γνώσης, είτε ως εδραίωση της γνώσης στον νοητό κόσμο είτε ως μέρος της γνωστικής διαδικασίας στον αισθητό κόσμο.

Η σχέση της μνήμης με την γνώση απασχόλησε ιδιαίτερα τον Δαμάσκιο και αξίζει να σημειωθεί ότι όρισε την μνήμη ως κρίση στο επίπεδο της λογικής δοξαστικής μνήμης. Ένας τέτοιος όμως ορισμός της μνήμης προσδίδει στην μνημονική λειτουργία ενεργό χαρακτήρα κατά την γνωστική διαδικασία, σε αντιδιαστολή με μια παθητική πρόσληψη των αισθητών που καθιστά την μνήμη (παθητικό) αποθηκευτικό χώρο αισθημάτων― όπως φαίνεται να την εννοούν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Αν όμως η μνήμη είναι κρίση του αισθήματος στο επίπεδο της δόξας, τότε στα επίπεδο της διάνοιας αλλά και στο έσχατο νοερό επίπεδο η μνήμη θα πρέπει να κατέχει ακόμη ισχυρότερο ρόλο ως νοητική ενέργεια. Θεωρώ λοιπόν ότι και στον Δαμάσκιο η μνήμη είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ της γνώσης στον νοητό κόσμο, όπως στον Πρόκλο, αλλά διατυπώνει με σαφήνεια ότι ο ενεργός της ρόλος καθορίζει και την γνώση του αισθητού κόσμου.

Στο πλαίσιο της σχέσης της μνήμης με την γνώση εντάσσεται και η θεωρία μνήμης του Ολυμπιόδωρου. Ακολουθώντας το οντολογικό σχήμα του πλατωνισμού, σύμφωνα με το οποίο το ανώτερο εκδιπλώνεται προς το αμέσως κατώτερό του, ο Ολυμπιόδωρος σημειώνει ότι αν και πρωτίστως η μνήμη εδράζεται στον νου, δευτερευόντως εδράζεται στις ψυχές που μεταβαίνουν από το ένα αντικείμενο στο άλλο (στη διάνοια) και δεν γνωρίζουν τα πάντα μονομιάς και τα γνωρίζουν αχρόνως, και τριτευόντως στις ανθρώπινες ψυχές στις οποίες ενυπάρχει και η λήθη (λογικό μέρος της ψυχής). Η μνήμη στα δύο κατώτερα επίπεδα πρέπει να νοηθεί ως μνήμη- απείκασμα της μνήμης που βρίσκεται στον νου· απείκασμα που προβάλλεται στην κοσμική ψυχή (και στις επιμέρους, όπως αυτές των ουρανίων σωμάτων) κι από εκείνη στις ενσώματες ψυχές.

Η μνήμη, αν και δεν το αναφέρει ρητώς ο Ολυμπιόδωρος, θα πρέπει να νοηθεί ως όλο και ασθενέστερη της πρωταρχικής μνήμης που βρίσκεται στον νου. Αντιστοίχως, σε κάθε επίπεδο η γνώση θα είναι ασθενέστερη ή αμυδρότερη. Έτσι, η απόλυτη και αιώνια γνώση την οποία παγιώνει η μνήμη, στο επίπεδο των κατώτερων του νου αιωνίων ψυχών γίνεται πλέον γνώση που δεν αποκτάται μονομιάς αλλά μεταβατικά: τώρα η γνώση ενός αντικειμένου, μετά η γνώση άλλου αντικειμένου και εκτός χρόνου. Και στο αμέσως κατώτερο επίπεδο των ενσώματων ψυχών η μνήμη είναι γνώση ακόμη ασθενέστερη, διότι η λήθη ελλοχεύει στην ανθρώπινη ψυχή.[7]

Η έννοια της λήθης συνήθως αντιμετωπίζεται ως περιφερειακό ζήτημα, όταν αντιμετωπίζεται ως ζήτημα. Η λήθη είναι απολύτως συνυφασμένη με την φθαρτή φύση του ανθρώπου και ως εκ τούτου συνοδεύει εσχατολογικές περιγραφές του κάτω κόσμου. Σε φιλοσοφικό πλαίσιο η λήθη εμφανίζεται ως το αντίθετο της μνήμης, ως έλλειψη μνήμης, και ως εκ τούτου ως έλλειψη αλήθειας― όρος που ενίοτε ετυμολογείται ως στερητικός της λήθης: ό,τι δεν λησμονείται, αληθεύει.

Στον Πλατωνισμό η λήθη εμφανίζεται στην θεωρία της ψυχής και ως εκ τούτου και στην γνωσιολογία ενώ παραδόξως απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην λήθη από τον Αριστοτέλη στο Περί μνήμης και αναμνήσεως. Η λήθη, κατά τον Πλάτωνα, επέρχεται με την πτώση της ψυχής από τον νοητό κόσμο στον αισθητό. Στην πορεία της πτώσης η ψυχή λησμονεί σταδιακά μέρος της νοητής της ζωής. Στον μύθο του Ηρός, που εμφανίζεται στο τέλος της Πολιτείας, ο Πλάτων αφού περιγράφει την δίκη των ψυχών ανάλογα με τον δίκαιο ή άδικο βίο τους κατά την παρουσία τους στον αισθητό κόσμο, και τις δίκαιες ψυχές να διαλέγουν βίο προτού κατέλθουν εκ νέου στον αισθητό κόσμο, παρουσιάζει τις ψυχές να οδεύουν προς το πεδίο της Λήθης και να φτάνουν δίπλα στον Αμέλητα ποταμό όπου πίνουν νερό και λησμονούν την μεταθανάτια πορεία τους, πριν κατέλθουν πάλι στον αισθητό κόσμο.[8]

Το μοτίβο της πτώσης της ψυχής που λησμονεί είναι κοινός τόπος σε ολόκληρη την πλατωνική παράδοση. Η λήθη όμως θεωρείται από τους πλατωνικούς σχολιαστές της ύστερης αρχαιότητας εμπόδιο της μνήμης και συνεπάγεται απουσία γνώσης, άγνοια. Ο Πρόκλος εισάγει την έννοια της «διπλής άγνοιας» των ψυχών που κατέρχονται: από την μία πλευρά, οι ψυχές λησμονούν και από την άλλη πλευρά, νομίζουν ότι γνωρίζουν ενώ δεν γνωρίζουν (αυτό πιθανότατα συνδέεται με την διάσημη σωκρατική ρήση). Στον Πρόκλο συναντάμε ίσως την πρώτη εκτενή συζήτηση για την λήθη σε σχέση με την άγνοια και την αμάθεια, ως αντίθετα στην μνήμη, την γνώση και την επιστήμη.[9] Η λήθη αποκλείεται από τον νοητό κόσμο καθώς πρόκειται για το επίπεδο της αληθούς γνώσης και επιστήμης των όντως όντων. Η λήθη αποτελεί εμπόδιο για τις ψυχές, καθιστά αδύνατο για αυτές να δουν με καθαρότητα τις θείες ουσίες. Εξ ου και οι ψυχές έχουν ανάγκη ανάκλησης, δηλαδή ανάμνησης, της γνώσης τους των θείων ουσιών.[10]

Ο Ολυμπιόδωρος ορίζει την λήθη ως λήμη της μνήμης. Η λήμη είναι έκκριση που εμποδίζει το μάτι να δει καθαρά· με αυτήν παρομοιάζεται η λήθη ακριβώς επειδή παρεμποδίζει την γνώση μας. Η λήθη, σύμφωνα με τον Ολυμπιόδωρο, διακόπτει τις μνήμες της ψυχής αφήνοντας εντός της μόνο μια θολή και ασαφή γνώση των πρότερων γνώσεών της στον νοητό κόσμο. Η λήθη στον ύστερο Πλατωνισμό δεν είναι μια μεταφορά που συνοδεύει μόνο τις εικόνες της πτώσης της ψυχής. Επιπλέον, μπορούμε με βεβαιότητα να δείξουμε ότι αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της πλατωνικής γνωσιολογίας επειδή στην λήθη οφείλεται η ύπαρξη αναμνήσεων. Η ανάμνηση προκύπτει εξ αιτίας της λήθης ως διαδικασία ανάκτησης γνώσης, ή παλιγγενεσία της γνώσης, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Ολυμπιόδωρος.[11]

Η ανάμνηση κατέχει σπουδαία θέση στην πλατωνική φιλοσοφία. Είναι από τους όρους που οι Πλατωνικοί διατήρησαν ανά τους αιώνες, αν και ο μηχανισμός της άρχισε να προσδιορίζεται λεπτομερέστερα κατά την ύστερη αρχαιότητα. Ο Ιάμβλιχος συνδέει την ανάμνηση με την ουσία της ψυχή. Αντιλαμβάνεται δηλαδή την ανάμνηση ως συγκροτητική της ουσίας της ψυχής εφ’ όσον στην ανάμνηση στηρίζεται η γνώση του εαυτού της.  Επιπλέον, τονίζει ότι η ανάμνηση, αν και σχετίζεται στο αισθητό πεδίο με γεγονότα του παρελθόντος (απηχώντας και την αριστοτελική ανάλυση της ανάμνησης) και παίζει σημαντικό ρόλο στην μάθηση, έχει ως αντικείμενό της και τις λεγόμενες «καθολικές έννοιες», ανάγοντας την ανάμνηση σε μηχανισμό που μαζί με τις διανοητικές ικανότητες της ψυχής θεάται τα νοητά.[12]

Ο Συριανός αποτελεί τομή για την ύστερη πλατωνική ανάμνηση στο ζήτημα της ανάμνησης. Αν και ελάχιστα αποσπάσματα που αναφέρονται στην ανάμνηση έχουν διασωθεί, μπορούμε να αντλήσουμε ένα σεβαστό μέρος της θεωρίας του. Η ανάμνηση, κατά τον Συριανό, ανήκει στην διανοητή τάξη των νοητών όντων, επομένως σε ένα ανώτερο του αισθητού οντολογικό επίπεδο. Για αυτό και η αισθητή έκφανση της ανάμνησης εδράζεται στην διάνοια της ψυχής. Μαθαίνουμε μέσω της ανάμνησης τα μαθηματικά είδη, τα διανοητά είδη αλλά και τις καθολικές έννοιες, θέση που επικυρώνει την σχεδόν αποκλειστικά διανοητική φύση που αποδίδει ο ύστερος Πλατωνισμός στην ανάμνηση.[13]

Στους ύστερους Πλατωνικούς συγγραφείς, όπως ο Πρόκλος, ο Δαμάσκιος, ο Ερμείας και ο Ολυμπιόδωρος, η ανάμνηση αποτελεί έννοια σύμφυτη με τον πλατωνικό όρο «επιστροφή». Η επιστροφή, ως αντίθετη του όρου «πρόοδος», δηλώνει την άνοδο από το κατώτερο αισθητό επίπεδο προς τον νοητό κόσμο. Οι ψυχές επιστρέφουν στην νοητή τους φύση μέσω της ανάμνησης, ανακαλώντας την γνώση της πραγματικής τους ουσίας. Στον Πρόκλο ο όρος ανάκληση, σχεδόν αντικαθιστά τον όρο ανάμνηση ως συνώνυμος. Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία, η ανάμνηση (ανάκληση) είναι μέρος της μαιευτικής και της διαλεκτικής διαδικασίας διότι οι ψυχές αυθυποβάλλονται σε μια εσωτερική διανοητική διεργασία θέασης της πηγής τους, του νοητού κόσμου. Η χρονική διάσταση αυτής της διεργασίας είναι ιδιαιτέρως σημαντική, επειδή η ανάμνηση επισυμβαίνει εν χρόνω, δηλαδή κατά την παρουσία της ψυχής στο αισθητό οντολογικό επίπεδο. Τον ίδιο ενδιάμεσο χαρακτήρα της ανάμνησης, δηλαδή ανάμεσα στον αισθητό και στον νοητό κόσμο, αναγνωρίζει και ο Ερμείας που τονίζει ότι η επιστροφή της ψυχής προς τον νοητό κόσμο και την αληθινή της φύση, και εν τέλει η γνώση του εαυτού της, είναι προϊόν ανάμνησης.[14]

Ο Δαμάσκιος και ο Ολυμπιόδωρος διατυπώνουν τις θέσεις τους για την ανάμνηση στα υπομνήματά τους στον πλατωνικό Φαίδωνα. Στηριζόμενοι στο επιχείρημα του Πλάτωνα ότι η ψυχή έχει ανάμνηση των νοητών ειδών που γνώριζε στον προ της καθόδου της στον αισθητό κόσμο βίο, αναπτύσσουν μια καθαρά γνωσιολογική θεωρία για την ανάμνηση. Ο Ολυμπιόδωρος ορίζει την ανάμνηση ως ανανέωση μνήμης ή ανάκληση μνήμης, όπως και ο Πρόκλος. Η ανάμνηση υφίσταται εξ αιτίας της λήθης, χρησιμεύει στην μάθηση και αντιμετωπίζεται από τον Ολυμπιόδωρο ως κάποιου είδους δεύτερη γνώση- πρώτη γνώση θεωρείται η μνήμη. Έτσι και η επιστροφή της ψυχής εντάσσεται στο πλαίσιο μιας δεύτερης γνώσης του εαυτού της και ανάκτηση, παλιγγενεσία της νοητής της φύσης.[15]

Πορίσματα

Τα πορίσματα του ερευνητικού προγράμματος «Η έννοια της μνήμης στον ύστερο Πλατωνισμό» αναδεικνύουν τα εξής στοιχεία για το ζήτημα της μνήμης στην τελευταία χρονικά φάση της πλατωνικής φιλοσοφίας στην αρχαιότητα.

Η μνήμη αποκτά σπουδαιότερο ρόλο στην ύστερη πλατωνική φιλοσοφία. Ενώ ο Πλάτων έθεσε τις βάσεις να αναπτυχθεί μια θεωρία της ανάμνησης, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έπραξε το ίδιο και για την μνήμη. Στον Πλάτωνα δεν μπορεί να γίνει λόγος για μια θεωρία της μνήμης, επειδή πέραν ενός ορισμού της μνήμης― που σίγουρα δεν αποτύπωσε όλο το εύρος της έννοιας― δεν υπήρξε προσπάθεια θεμελίωσης μιας θεωρίας. Οι ύστεροι Πλατωνικοί τοποθετούν την μνήμη στο πλατωνικό σύστημα (γνωσιολογικό και οντολογικό) ως ενέργεια που διέπει τον νοητό κόσμο. Δεν μιλούν μόνο για μνήμη στον αισθητό κόσμο αλλά την προσεγγίζουν ως απαραίτητη προϋπόθεση της επιστήμης και της γνώσης του νοητού, δίχως να την αντιμετωπίζουν παθητικά, όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, ως αποθηκευτικό χώρο, αλλά ως κριτική γνωστική ικανότητα.

Θεμελιώνεται για πρώτη φορά ένας επιμερισμός της μνήμης σύμφωνα με τα οντολογικά επίπεδα που αποδέχεται ο Πλατωνισμός και συνδέεται η έννοια της μνήμης με την αλήθεια. Σε αυτό το κομβικό σημείο οι ύστεροι Πλατωνικοί εισάγουν την παραμερισμένη έννοια της λήθης για να υπερτονίσουν, από την μια μεριά, την σπουδαιότητα της μνήμης και της αλήθειας, και για να διευκρινίσουν, από την άλλη μεριά, ότι δίχως λήθη δεν μπορεί να υπάρξει ανάμνηση. Ο τρόπος που γνωρίζουμε τον αισθητό κόσμο είναι τέτοιος και εξ αιτίας της λήθης (σημαντική εδώ η έννοια της διπλής άγνοιας, που εισάγει ο ύστερος Πλατωνισμός) και η ανάμνηση είναι ο μηχανισμός που θα μας επαναφέρει στην μνήμη, στη γνώση.

Η ανάμνηση του Πλάτωνα μεταπλάθεται στον ύστερο Πλατωνισμό σε θεωρία γνώσης του εαυτού. Η ψυχή στην προσπάθειά της να επανακτήσει την ουσία της, ύστερα από τον χωρισμό από το σώμα, αναμιμνήσκει τα νοητά είδη και το νοητό κάλλος, επιστρέφει στη νοητή φύση από την οποία πηγάζει. Η ανάμνηση στον αισθητό κόσμο είναι ένα μέσο μάθησης, ένα είδος δεύτερης γνώσης ενός πράγματος που υπέπεσε σε λήθη. Γνωρίζοντας η ψυχή εκ νέου, έχοντας δηλαδή αναμνήσεις, επανακτά γνώση του εαυτού της και άγεται στη σφαίρα του νοητού για να ενωθεί με τον νου από τον οποίο προέκυψε και να θεαθεί το αγαθό.

 


[1] Πλάτων, Φίληβος, 34a10-c2, 32e9-36b10.

[2] Πλάτων, Θεαίτητος, 191b1-195b.

[3] Πλάτων, Φαίδων, 76b3-74c2.

[4] Πλάτων, Μένων, 85e7-86c3· Φαίδων, 72e3-74c2.

[5] Πρόκλος, Εἰς Τίμαιον, Ι, 27, 2-10.

[6] Δαμάσκιος, Εἰς Φίληβον, 71, 159.

[7] Ολυμπιόδωρος, Εἰς Φαίδωνα, 11. 1,3-7,13.

[8] Πλάτων, Πολιτεία, 614b2-621d3.

[9] Πρόκλος, Εἰς Ἀλκιβιάδην, 188,19-191,4, 229,16-20.

[10] Πρόκλος, Εἰς Τίμαιον, ΙΙΙ. 153,2-6, 218,3-13.

[11] Ολυμπιόδωρος, Εἰς Φαίδωνα, 11. 3, 16-4,13.

[12] Ιάμβλιχος, Εἰς Ἀλκιβιάδην, απ. 3, Εἰς Φαίδωνα, απ. 3.

[13] Συριανός, Εἰς τῶν Μετὰ τὰ Φυσικὰ, 82,1-83,11.

[14] Πρόκλος, Εἰς Ἀλκιβιάδην, 135,11-137,2, 191,5-192,14. Ερμείας, Εἰς Φαίδρον, 63,6-32, 101,15-35.

[15] Ολυμπιόδωρος, Εἰς Φαίδωνα, 52,17-57,28. Δαμάσκιος, Εἰς Φαίδωνα, Ι, ΙΙ.

Ο Ιωάννης Παπαχρήστου σπούδασε στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών και πήρε το μεταπτυχιακό του δίπλωμα από το Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Πήρε τον τίτλο του διδάκτορα Φιλοσοφίας από το Humboldt-Universität zu Berlin. Κύριο πεδίο έρευνας είναι η αρχαία φιλοσοφία και συγκεκριμένα ο πλατωνισμός και ο αριστοτελισμός της ύστερης αρχαιότητας (επιστημολογία, φυσική και μεταφυσική). Η διδακτορική του διατριβή με θέμα “Philoponus on Place. Redefining Place in Late Antiquity” εκπονήθηκε στα πλαίσια του Ερευνητικού Προγράμματος Topoi Excellence Cluster 264 (Berlin). Κατά την διάρκεια της διδακτορικής του διατριβής υπήρξε επισκέπτης υποψήφιος διδάκτωρ στο Princeton University. Υπήρξε επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Humboldt Βερολίνου και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Paris IV- Sorbonne (Labex RESMED, Centre Leon Robin), στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης και στο Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Υπήρξε υπότροφος του Ι.Κ.Υ., του Topoi Excellence Cluster 264, του ιδρύματος Fernand Braudel και του Κέντρου Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος). Διδάχθηκε ελληνική παλαιογραφία στο Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο του Μ.Ι.Ε.Τ. και ολοκλήρωσε επιτυχώς το σεμινάριο ελληνικής παλαιογραφίας “Griechische Paläographie, Handschriftenkunde und Editionswissenschaft“ της Ακαδημίας Επιστημών Βερολίνου (“Zentrum Grundlagenforschung Alte Welt“, Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften).

 

 

 

Βιβλία

  • Ioannis Papachristou, Philoponus on Place (revision after blind-review, Leuven University Press).
  • Fabienne Baghdassarian, Ioannis Papachristou, Stéphane Toulouse (eds), Relectures néoplatoniciennes de la théologie d’Aristote, (forthcoming).
  • Ioannis Papachristou, Memory, Oblivion and Recollection in Late Platonism (in preparation).

Άρθρα

  • ‘Ammonius Hermeiou on the Appearances of Ghosts’, in P. Golitsis, K. Ierodiakonou (eds.), Aristotle and His Commentators. Studies in Memory of Paraskevi Kotzia (collection of articles by C. Rapp, F. Lisi, C. Balla, S. Kouloumentas, C. Wildberg, P. Kalligas, D. Nikitas, M. Chriti, K. Ierodiakonou, N. Agiotis, I. Papachristou, P. Golitsis, S. Ebbesen), Berlin: Walter de Gruyter (forthcoming 2018).
  • ‘Philoponus on the Divine Substance: A Preliminary Study’, in F. Baghdassarian, I. Papachristou, S. Toulouse (eds.), Relectures néoplatoniciennes de la théologie d’Aristote (forthcoming 2018).
  • ‘Ioannes Philoponus’, in Willey-Blackwell Encyclopedia of Philosophy of Religion, Blackwell (forthcoming 2018).
  • ‘Alexander of Aphrodisias and Philoponus on the Forced Motion of Projectiles’, (submitted).
  • ‘Philoponus on the Temporality of the Cosmos’, (submitted).
  • ‘The Neoplatonic School of Alexandria’, ‘The Case of Hypatia’, ‘Olympiodorus’, ‘Ioannes Philoponus’, in Encyclopedia of Plato (2015). URL:http://n1.xtek.gr/ime/lyceum/?p=home&lang=2


Κριτικές

  • Παπαχρήστου, Ιωάννης: (Βιβλιοκρισία του:) Λάμπρος Κουλουμπαρίτσης: Η Φυσική του Αριστοτέλους (Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών 2012). Κριτικά 2014-05, http://www.philosophica.gr/critica/2014-05.html
  • Παπαχρήστου, Ι.: (Βιβλιοκρισία του:) Pierre Hadot: Πλωτίνος ή η απλότητα του βλέμματος (Αθήνα: Αρμός 2007). Κριτικά 2009-12, http://www.philosophica.gr/critica/2009-12.html
  • Papachristou, I. (2006), “Ursula Coope, Time for Aristotle. Physics IV. 10-14”, Rhizai III/2, pp. 335- 338.

Άλλες Δημοσιεύσεις

  • Ι. Παπαχρήστου, «Ιστορικές σημειώσεις για την Προικόννησο (Μαρμαράς) την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας», in Δ. Παντέλας (επιμ.), Μικρασιάτης, 2018 (in press).
  • Ι. Παπαχρήστου, Τρία ποιήματα, στο ηλεκτρονικό Φρέαρ 2018.
  • I. Παπαχρήστου, Η ρίζα (διήγημα), Η Κινστέρνα, Περιοδικό Λόγου και Τέχνης 27/2017, pp. 14-23.
  • Ι. Παπαχρήστου, Π. Ποδάρας, Ι. Ρίζος (επιμ.), Αναγραφή της Κυζίκου. Ιστορική πραγματεία του 19ου αι. για την Κυζικηνή χερσόνησο, Εκδόσεις Κύζικος, Νέα Αρτάκη 2015. Awarded by Hestia Neas Smyrnes 2017.
  • Ιωάννης Παπαχρήστου, «Η ναυτιλία στον Μαρμαρά (1500-1922)», in Ελληνικοί παραθαλάσσιοι οικισμοί της Προποντίδας (συλλογικό), Εκδόσεις Κύζικος, Νέα Αρτάκη 2015, pp. 27-45.
  • Ιωάννης Παπαχρήστου, «Πλεύση», Ποιητική 13 (2014), pp.. 280-281.