Research Centre for the Humanities (RCH)
EN / ΕΛ
Research Centre for the Humanities (RCH)

Cultures and Cultural Production

«Η μνήμη του Υπαρκτού Σοσιαλισμού στη Γερμανία 30 χρόνια μετά: Η πολιτική εκθέσεων του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου και η διαχείριση των δημόσιων μνημείων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας»

Τενεκετζής Αλέξανδρος

ΈρευναΗμερίδαΑποτελέσματα ΈρευναςΣύντομο ΒιογραφικόΔημοσιεύσεις

Συνοπτική Περιγραφή της Έρευνας

Η ιστορία των εκθέσεων στο Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο και το μουσειολογικό τους σκεπτικό, καθώς και η διαχείριση δημόσιων μνημείων με επίκεντρο το Humboldt Forum, αποτελούν ένα υποδειγματικό πεδίο έρευνας για την κατανόηση της δημόσιας ιστορίας της ψυχροπολεμικής περιόδου, της ιστορίας της τέχνης και της διαχείρισης της δημόσιας μνήμης στη Γερμανία μετά το 1989.

Σε αυτό το πλαίσιο η παρούσα έρευνα σκοπό έχει:

(α) να μελετήσει τις πολιτικές μνήμης της ενωμένης Γερμανίας γύρω από το κομμουνιστικό της παρελθόν, όπως αποτυπώνονται στο Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο, μέσα από τις δεκάδες περιοδικές εκθέσεις που πραγματοποιήθηκαν από το 1989 και τη μόνιμη συλλογή του μουσείου που άνοιξε για το κοινό το 2006.

(β) να εξετάσει και να αναλύσει τη συμβολή του Μουσείου και των εκθέσεών του στη διαμόρφωση μιας κοινής γερμανικής ταυτότητας μέσα σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, αλλά και στην ταυτόχρονη ενσωμάτωση των πολιτών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας στον νέον κρατικό σχηματισμό,

(γ) να διερευνήσει ποιες όψεις του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και της μνήμης του 1989 ήταν αποδεκτές ώστε να γίνουν ορατές στη δημόσια σφαίρα μέσα από εκθέσεις έργων τέχνης και να εξετάσει εάν αυτή η επίσημη πολιτική μνήμης της Γερμανίας αναφορικά στην περίοδο της διαίρεσης και στην επέτειο του 1989 συμβαδίζει με τη διαχείριση μνημείων και κτηρίων ορόσημα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, όπως το πρώην κοινοβούλιο στο Βερολίνο και του Humboldt Forum, και

(δ) να μελετήσει, δευτερευόντως, τα σημεία όπου η πολιτική της Γερμανίας συγκλίνει ή αποκλίνει με τις πολιτικές μνήμης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως όσον αφορά μια ευρωπαϊκή ταυτότητα όπως αυτή αποτυπώθηκε κατά κύριο λόγο στο νεόδμητο «Σπίτι της Ευρωπαϊκής Ιστορίας» και στο σχεδιαζόμενο μνημείο για το Ολοκαύτωμα στις Βρυξέλλες.

Διαδικτυακή Ημερίδα
Ο Ψυχρός Πόλεμος στην τέχνη, την ιστορία και την εκπαίδευση

Η ημερίδα πραγματοποιείται στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Η μνήμη του Υπαρκτού Σοσιαλισμού στη Γερμανία 30 χρόνια μετά: Η πολιτική εκθέσεων του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου και η διαχείριση των δημόσιων μνημείων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας», που χρηματοδοτείται από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2021.

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

Η ημερίδα θα πραγματοποιηθεί μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας Ζoom.
Zoom Link: https://us02web.zoom.us/j/89240410116?pwd=SE9GSTgxcExQcXBzazB1TTRneUZwQT09
Meeting ID: 892 4041 0116 Passcode: 709010

 

Ζωντανή μετάδοση στο Facebook: https://fb.watch/9OMpLny5jo/

 

Πρόγραμμα

9.45 – 10.00 Χαιρετισμοί

Άντα Διάλλα, Καθηγήτρια ΑΣΚΤ, Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΑΕ
Άγγελος Παληκίδης, Αναπλ. Καθηγητής ΔΠΘ, Διευθυντής ΕΤΕΕΕ

1ο μέρος, συντονιστής, Αλέξανδρος Τενεκετζής:

  • 10:00-10:20 Αρετή Αδαμοπούλου, Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων: “Εικαστικές εκθέσεις τέχνης στον Ψυχρό Πόλεμο”.
  • 10:20-10:40 Άννα Μαρία Δρουμπούκη, Ιστορικός, Μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Πανεπιστήμιο Μονάχου: “«Κανείς δεν θα μας απαλλάξει από αυτή την ντροπή»: Η διπλή μνήμη του πολέμου στη μεταπολεμική Γερμανία”.
  • 10:40-11:00 Αθηνά Συριάτου, Επίκουρη Καθηγήτρια, Ευρωπαϊκής Ιστορίας, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης: “Η μνήμη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην ψυχροπολεμική Βρετανία”.

 

Συζήτηση 11:00-11:15

Διάλειμμα 11:15-11:30

 

2ο μέρος, συντονιστής Άγγελος Παληκίδης

  • 11:30-11:50 Γιώργος Κόκκινος, Καθηγητής Ιστορίας και της Διδακτικής της, Πανεπιστήμιο Αιγαίου: “Κουλτούρες μνήμης, τόποι μνήμης και μουσεία για την εβραϊκή γενοκτονία στη μετανεωτερικότητα. Η ενδεικτική περίπτωση του Polin”.
  • 11:50-12:10 Κώστας Κορρές, Υποψήφιος Διδάκτορας – Πανεπιστήμιο Αιγαίου: “Η μνήμη του Υπαρκτού Σοσιαλισμού στο Σπίτι της Ευρωπαϊκής Ιστορίας”.
  • 12:10-12:30 Λευτέρης Σπύρου: “Οι εκθέσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο”.
  • 12:30-12:50 Αλέξανδρος Τενεκετζής, ΣΕΠ-ΕΑΠ, Μεταδιδάκτορας ερευνητής ΚΕΑΕ/ΔΠΘ: “Η μνήμη του Υπαρκτού Σοσιαλισμού στη Γερμανία 30 χρόνια μετά: Η πολιτική εκθέσεων του Γερμανικού Ιστορικού  Μουσείου και η διαχείριση των δημόσιων μνημείων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας”.

 

Συζήτηση 12:50-13:20

Διάλειμμα 13:20-13:30

 

Στρογγυλή τράπεζα

Συντονιστής Άγγελος Παληκίδης

13:30 – 14:30 Στρογγυλή τράπεζα με θέμα: “Ο Ψυχρός Πόλεμος και η διδασκαλία της ιστορίας”. Συμμετέχουν:

  • Βασιλική Σακκά, Πρόεδρος του Ομίλου για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα
  • Παναγιώτης Γατσωτής, Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου, 1ο ΠΕΚΕΣ Αττικής
  • Παναγιώτης Πυρπυρής, Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου, 3ο ΠΕΚΕΣ Αττικής
  • Άγγελος Παληκίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Διδακτικής της Ιστορίας, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Πρόγραμμα ημερίδας (PDF)

Αφίσα ημερίδας (PDF, JPG)

Έρευνα: «Η μνήμη του Υπαρκτού Σοσιαλισμού στη Γερμανία 30 χρόνια μετά: Η πολιτική εκθέσεων του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου και η διαχείριση των δημόσιων μνημείων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας»

Ερευνητής: Αλέξανδρος Τενεκετζής

Η έρευνα «Η μνήμη του Υπαρκτού Σοσιαλισμού στη Γερμανία 30 χρόνια μετά: Η πολιτική εκθέσεων του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου και η διαχείριση των δημόσιων μνημείων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας» χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2021.

Πρόλογος

Με την ιστορία του ΓΙΜ, τις συλλογές και τις εκθέσεις του, ασχολούμαι εδώ και πολλά χρόνια, μιας και βρίσκεται κοντά στα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα γύρω από θέματα μνήμης, δημόσιας ιστορίας και τέχνης – ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την ιστορία του 20ού αιώνα.

Όταν, λοιπόν, το 2006, εγκατεστημένος στη Γερμανία και στο πλαίσιο της διδακτορικής μου έρευνας για τα μνημεία του Β’Π.Π., επισκέφτηκα μαζί με φίλους από το  Βερολίνο το Μουσείο Καλών Τεχνών της Λειψίας αναζήτησα να δω έργα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού, τα οποία αναφέρονταν σε ένα παλιό οδηγό της δεκαετίας του ’90 που είχα στην κατοχή μου. Δυστυχώς, όμως, βρέθηκα προ εκπλήξεως, καθώς προς μεγάλη μου απογοήτευση διαπίστωσα ότι όλα τα έργα τέχνης της περιόδου ’49-’89 είχαν αφαιρεθεί από τη μόνιμη συλλογή και στη θέση τους υπήρχε μόνο η τέχνη των ‘Mεγάλων δασκάλων από την Αναγέννηση μέχρι τον 20ό αιώνα’ και κάποια λίγα έργα καλλιτεχνών της Ανατολικής Γερμανίας οι οποίοι όμως ζωγράφιζαν αφαιρετικά – σήμερα έχουν επιστρέψει αρκετά από αυτά τα οποία όμως επανατοποθετήθηκαν σε διάλογο και αντιδιαστολή με «αυτόνομα» όπως λέγονται «έργα» από την πάλαι ποτέ Δυτική Γερμανία. Την ίδια χρονιά, το 2006, η γερμανική βουλή αποφάσιζε, μέσα σε κλίμα οξείας αντιπαράθεσης και διαδηλώσεων, την κατεδάφιση του κοινοβουλίου της DDR στο κέντρο του ιστορικού Βερολίνου, με την πρόβλεψη στη θέση του να κατασκευαστεί το Παλαιό Παλάτι που είχε βομβαρδιστεί και γκρεμιστεί μετά τον Β΄Π.Π και τώρα θα γινόταν το μουσείο των μη ευρωπαϊκών πολιτισμών. Λίγους μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 2006, και συγκεκριμένα στις 9 Ιουνίου, ξεκινούσε στο Βερολίνο με ενθουσιασμό το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου, με χιλιάδες κόσμου να παρακολουθεί τους αγώνες κραδαίνοντας γερμανικές σημαίες και τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο της χώρας.

Μέσα σε αυτό κλίμα, λίγες μέρες νωρίτερα, στις 2 Ιουνίου 2006, είχαν ήδη  πραγματοποιηθεί τα εγκαίνια της μόνιμης συλλογής του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου με όλες τις τιμές και τη συμμετοχή σύσσωμης της πολιτικής ηγεσίας. Το νέο μουσείο ιστορίας «όλης [πλέο]ν της Γερμανίας» όπως αναφέρονταν, βρισκόταν σε λίγα μέτρα απόσταση από το κοινοβούλιο της DDR που ετοιμαζόταν να περάσει στη λήθη, δίνοντας τη θέση του σε ένα σύμβολο του παγκόσμιου ηγεμονικού ρόλου της Γερμανίας.

Γιατί όμως το 2006; Τι είχε γίνει μέχρι τότε ώστε η Γερμανία να αποφασίσει να αλλάξει επίπεδο και από μια χώρα που πάλευε να επουλώσει τις πληγές της διαίρεσης να εμφανίζεται πλέον στον δημόσιο χώρο σαν νέα ευρωπαϊκή και παγκόσμια δύναμη; Πώς χρησιμοποίησε τη δημόσια ιστορία και πώς έχτισε μια νέα; Τίποτα δεν μοιάζει να είναι τυχαίο και τα γεγονότα που έζησα εκείνη τη χρονιά από κοντά με γέμισαν προβληματισμούς που οδήγησαν τελικά στην παρούσα μελέτη η οποία εντάχθηκε στα ερευνητικά έργα που χρηματοδότησε το ΚΕΑΕ και στη σημερινή ημερίδα, τους υπεύθυνους του οποίου ευχαριστώ θερμά για την αποδοχή της πρότασής μου και τη στήριξη, καθώς και τον κ. Άγγελο Παληκιδή που δέχτηκε να εντάξει τη σημερινή ημερίδα στις δράσεις του Εργαστηρίου Τεχνολογίας, Έρευνας και Εφαρμογών στην Εκπαίδευση.

Εισαγωγή

Αφορμή για την έναρξη της έρευνας στάθηκε η ‘στρογγυλή’ επέτειος του 2019 όταν και συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από την πτώση του Τείχους. Τα 30 χρόνια από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήταν πάντως αρκετά από ότι φαίνεται για να ξαναγραφτεί η ιστορία, όπως αποδεικνύει τόσο το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τίτλο «Η σημασία της ευρωπαϊκής μνήμης για το μέλλον της Ευρώπης»[1] που εξισώνει τον ναζισμό με τον κουμμουνισμό και ρίχνει την ευθύνη της έναρξης του Β΄ Π.Π. στη Σοβιετική Ένωση, ενώ ταυτόχρονα υποβαθμίζει, αν δεν ακυρώνει, τη μοναδικότητα της εβραϊκής γενοκτονίας όσο και η πρόσφατη προγραμματική συμφωνία της νέας γερμανικής κυβέρνησης του Σοσιαλδημοκράτη Ολαφ Σολτς όπου η υπάρχει ειδική αναφορά στην «κουλτούρα της μνήμης» και τα θύματα του κομμουνισμού και του Ολοκαυτώματος.[2] Η απουσία του Τείχους του Βερολίνου, η οποία πλέον είναι μακροβιότερη από την παρουσία του, προκάλεσε νέες αντιδράσεις και πολιτικές πρακτικές, νέους “φράχτες” και φαινόμενα ρεβανσισμού. Τα ανοιχτά σύνορα και η ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων και ιδεών, που για πολλούς συμβόλιζαν την ίδια την ουσία του 1989, αμφισβητήθηκαν και βρίσκουν πλέον ισχυρή αντίσταση, ειδικά στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ[3] – όπως είδαμε πρόσφατα στα σύνορα της Πολωνίας.

Αυτή η κατάληξη δεν είναι ασφαλώς τυχαία αλλά συνδέεται άμεσα με την έκρηξη του εθνικισμού που σημειώθηκε παντού στην Ευρώπη μετά το ’89 ή πιο σωστά μια έκρηξη των εθνικών διαχωριστικών γραμμών και επιστροφής στις εθνικές ταυτότητες και ιστορίες – ειδικά στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ[4] όπου ο Enzo Traverso διαπιστώνει «μια νέα εθνικοποίηση της συλλογικής μνήμης».[5] Σε αυτό το πλαίσιο, το κλείσιμο των λογαριασμών με το τραυματικό παρελθόν – είτε ναζιστικό είτε κομμουνιστικό – αποτέλεσε προτεραιότητα για τις ηγεσίες των κρατών της γηραιάς ηπείρου που θέλησαν άμεσα να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με την ιστορία, αντικαθιστώντας συχνά την αντιφασιστική μνήμη με αυτή της Σοά,[6] ώστε να ενταχθούν το συντομότερο στη χορεία της δημοκρατικής και καπιταλιστικής Δύσης.

Η μνήμη του Ψυχρού Πολέμου και του Υπαρκτού Σοσιαλισμού στο ΓΙΜ

Πολλοί, βέβαια, το ’89 είχαν δει με καχυποψία, αν όχι με τρόμο, την προοπτική επανένωσης της Γερμανίας.  Το σύνθημα στο πλακάτ ‘Wir sind ein Volk’, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και προβεβλημένα σύμβολα του μουσείου, αντικατέστησε το μέχρι εκείνη τη στιγμή σύνθημα ‘Wir sind das Volk’, που ακουγόταν στην Ανατολική Γερμανία την περίοδο της πτώσης του Τείχους. Αυτό σηματοδοτούσε τη μετάβαση της Γερμανίας σε μια φάση επαναπροσδιορισμού της εθνικής της ταυτότητας με όρους ενσωμάτωσης, τους οποίους βέβαια έθεσε η πρώην Δυτική πλευρά, προσπαθώντας άμεσα να αποκηρύξει το «αμαρτωλό» κομμουνιστικό παρελθόν – αφού είχε εκκαθαριστεί εν τω μεταξύ το ναζιστικό. Καθίσταται επομένως σαφές ότι δεν μπορούμε να δούμε τη μνήμη του κομμουνισμού στη Γερμανία ξεκομμένη από αυτή του ναζισμού.

Reyn Dirksen, Europe, 1950, poster, Deutsches Historisches Museum, Βερολίνο.

Ωστόσο, το καράβι της ‘Ευρώπης’, sic ΕΕ (άλλο ένα σήμα κατατεθέν του μουσείου) με το οποίο η Γερμανία συνέδεε τη δική της ιστορία, σάλπαρε σε αχαρτογράφητα νερά και κανείς δεν γνώριζε προς τα που πηγαίνει όπως δηλώθηκε χαρακτηριστικά και στην έκθεση φωτογραφίας του 2009 με τίτλο 1989, Εικόνες μιας εποχής σε μετάβαση. Η Γερμανία έπρεπε, συνεπώς, από τη μια να αντιμετωπίσει το παρελθόν της και να προχωρήσει στο εσωτερικό στην ομαλή ενοποίηση, ενσωμάτωση και επαν-‘εθνικοποίηση’ των πληθυσμών της, σε μια προσπάθεια διπλής μνημοποίησης των δύο τραυματικών ιστοριών του 20ού αιώνα και διαμόρφωσης μιας ενιαίας ιστορικής αφήγησης,[7] και από την άλλη να πείσει τους γείτονες – και για αυτό υπάρχει ειδική αναφορά στη νέα προγραμματική συμφωνία – ότι δεν πρόκειται να επαναλάβει τα τραγικά λάθη και γεγονότα του ένοχου παρελθόντος.

Ασφαλιστική δικλείδα υπήρξε, όπως είπαμε, η ένταξη στην Ευρώπη-Ε.Ε. και για τον λόγο αυτό δόθηκε ιδιαίτερη σημασία, τουλάχιστον τα πρώτα 20 χρόνια, στην προβολή μιας ενωμένης και ειρηνικής Ευρώπης, μέσα από πλήθος σχετικών εκθέσεων στο Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο. Η σχέση με την Ευρώπη, κυρίως μετά το Β΄Π.Π.[8], ήταν κομβικής σημασίας, σύμφωνα και με την ιδρυτική διακήρυξη του μουσείου, για «Ερμηνεία και κατανόηση της κοινής ιστορίας Γερμανών και Ευρωπαίων».[9] Η σημασία της Ευρώπης είναι μέχρι και σήμερα κομβικής σημασίας όπως αποδεικνύει και το γεγονός ότι η λέξη «Ευρώπη» αναφέρεται πάνω από 250 φορές στην προγραμματική συμφωνία της νέας κυβέρνησης του ‘σηματοδότη’.[10]

Η δεκαετία, όμως, του ’80 ήταν η δεκαετία της κυριαρχίας των συντηρητικών Χριστιανοδημοκρατών, η δεκαετία που για πρώτη φορά άρχισε να γίνεται και πάλι λόγος για γερμανικό έθνος και εθνική ιστορία. Υπήρξε, συνεπώς, προτεραιότητα για τη Γερμανία να διαχειριστεί συγχρόνως ένα διττό τραυματικό παρελθόν το οποίο στο Ιστορικό Μουσείο εκφράστηκε με πλήθος εκθέσεων. Η πρώτη που διοργανώθηκε από τον νέο φορέα στο Βερολίνο στο κτίριο του Martin Gropius Bau με διάρκεια από την 1η Σεπτεμβρίου μέχρι την 1η Οκτωβρίου 1989, λίγες μόνο μέρες πριν την πτώση του Τείχους, είχε τον ενδεικτικό τίτλο ‘1.9.39 Μια προσπάθεια συμπόρευσης με τη μνήμη του Β΄Π.Π.’, ενώ οι υπόλοιπες που ακολούθησαν με θέμα την περίοδο ’33-’45[11] ξετυλίγουν τη γερμανική οπτική πρόσληψη της ιστορίας με όχημα τη μνήμη του πολέμου και τη νίκη των δυτικών δυνάμεων – εκθέσεις όπως οι ‘Αιχμάλωτοι Πολέμου’ του 1990, Τέχνη και εξουσία στην Ευρώπη των δικτατοριών’  του 1996, ‘Τέχνη και προπαγάνδα’  του 2007, ‘1.9.39 Γερμανοί και Πολωνοί’ του 2009, κ.α., παρουσιάζουν κατά κύριο λόγο μια αντι-απολυταρχική ερμηνεία όπου ναζισμός και κομμουνισμός ταυτίζονταν, ενώ η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και στην αναπλαισίωση των στρατοπέδων συγκέντρωσης μετά το 1990.[12]

Σε εκείνες τις πρώτες εκθέσεις ανιχνεύονται, συνεπώς, τα δείγματα μιας προσπάθειας επαν-εθνικοποίησης της Γερμανίας μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και παράδοση, που αμέσως μετά την επανένωση τέθηκε σε πλήρη εξέλιξη. Η στάση αυτή στη σχέση της Ευρώπης με τη Γερμανία θα συμπυκνωθεί τελικά στη μόνιμη συλλογή που θα εγκαινιαστεί το 2006. Ο χαρακτήρας που έλαβε, αντιστοιχεί σε μια εθνική αφήγηση – χωρίς να αναφέρεται πουθενά ο όρος εθνική – που οι απαρχές της εντοπίζονται στον 1ο π.Χ. αιώνα και μέσα από μια αδιάκοπη διαδρομή 2000 ετών γερμανικής τέχνης και ιστορίας φτάνουν μέχρι περίπου τις μέρες μας,  ανακαλύπτοντας εκ νέου ή καλύτερα ξαναθυμίζοντας στους Γερμανούς και στον υπόλοιπο κόσμο την ύπαρξη μιας γερμανικής εθνικής ταυτότητας κατά τα πρότυπα της κατασκευής των εθνών και των μουσείων του 19ου αιώνα.

Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι αμέσως με την πτώση της DDR, έκλεισαν όλα τα τμήματα στα ιστορικά μουσεία των πόλεων της Ανατολικής Γερμανίας που μνημόνευαν το πρώην κομμουνιστικό καθεστώς και μια διαιρεμένη χώρα. Έκλεισαν ακόμα και οι τόποι μνήμης που σχετίζονταν με την αντιφασιστική νίκη στον Β΄ Π.Π. και τον ρόλο των Σοβιετικών, και εξαφανίστηκαν ή μετακινήθηκαν από τον δημόσιο χώρο, ακόμα και από τα μουσεία τέχνης όπως είδαμε, πολλά από τα αντικείμενα και τα μνημεία που συνδέονταν με τον πολιτισμό του πρώην καθεστώτος[13]  – όπως συνέβη π.χ. με το σοβιετικό μνημείο στη Δρέσδη που από το κέντρο της πόλης βορειότερα στα περίχωρα, ενώ βέβαια μνημεία που βρισκόταν ήδη στην περιφέρεια δεν ‘ενοχλούνται’ όπως το μνημειακό συγκρότημα του Treptow Park.

Αυτό που επίσης έμεινε στη δημόσια σφαίρα, ήταν η καθημερινή ζωή της DDR, ένα φαινομενικά ουδέτερο ιστορικό υλικό, που αποτέλεσε από πολύ νωρίς αντικείμενο συλλεκτικού ερασιτεχνικού και γρήγορα τουριστικού και οικονομικού ενδιαφέροντος, όπως αποδεικνύει και η ίδρυση ιδιωτικών μουσείων και συλλογών στη δεκαετία του 1990.[14] Αποτέλεσε, όμως, αντικείμενο ενδιαφέροντος και του επίσημου κράτους, όπως αποδεικνύουν οι δεκάδες περιοδικές εκθέσεις που πραγματοποιήθηκαν με αφορμή τον εορτασμό των δέκα χρόνων από την ‘Αλλαγή’. Με αυτή την “υποκουλτούρα” θα ασχοληθούν οι περιοδικές εκθέσεις του ΓΙΜ, αλλά και η συλλογή που στεγάζεται από το 2006 στον άλλοτε μεθοριακό σταθμό του Tränenpalast[15], σε μια προφανή προσπάθεια καθοδήγησης αυτής της ‘νοσταλγίας’ σε ζητήματα αθώα και εύκολα στη δημόσια διαχείριση,[16] με τόνο φυσικά επικριτικό και υποτιμητικό για το προηγούμενο καθεστώς.[17] Το γεγονός, μάλιστα, ότι τα δύο κεντρικά ομοσπονδιακά ιστορικά μουσεία σε Βερολίνο και Βόννη, αναπλαισιώνουν την ιστορία της εποχής του Ψυχρού Πολέμου ως ιστορία της καθημερινής ζωής και κουλτούρας, σε αντιδιαστολή με την ίδρυση των ερευνητικών ινστιτούτων σύγχρονης ιστορίας σε πόλεις της πρώην DDR (Λειψία και Δρέσδη) καταδεικνύει την προσέγγιση της πρόσφατης ιστορίας και της διαχείρισης της μνήμης της, που σε κεντρικό επίπεδο ασχολείται με την αναπαράσταση ατομικών ή τοπικών ιστοριών και αφήνει τη διαπραγμάτευση ιδεολογικών και πολιτικών προβλημάτων σε επίπεδο κρατιδίων.[18]  Τα αντικείμενα, βέβαια, που θα εκτεθούν στο ΓΙΜ τις πρώτες δύο δεκαετίες μετά την πτώση του Τείχους, και τα οποία τελικά θα αποτελέσουν μέρος της μόνιμης συλλογής ύστερα από υπόδειξη της Επιτροπής εμπειρογνωμόνων για τη δημιουργία ενός ιστορικού δικτύου για τον «Επανεξέταση-Συμβιβασμό με τη δικτατορία του SED», δεν παρουσιάζονται ως μέρος της ζωντανής ιστορίας της ενωμένης Γερμανίας ή αφορμή για αναστοχασμό της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αντίθετα, αποτελούν μέρος μιας αποσπασματικής και περιορισμένης ερμηνείας μιας καθημερινότητας μέσα σε ένα καθεστώς δικτατορίας και ως μέρος μιας ιστορίας σύγκρουσης και αντίστασης στο καθεστώς.[19] Και στην περίπτωση της Γερμανίας «ο κομμουνισμός», όπως σημειώνει ο Traverso, «δεν εξετάζεται πια (δεν ιστορικοποιείται ή δεν μνημονεύεται) παρά μόνο στην ολοκληρωτική του διάσταση».[20]

Για αυτό και οι επιμελητές των εκθέσεων αντιμετώπιζαν τα εκθέματά τους περισσότερο ως λείψανα και υλικά κατάλοιπα στο πλαίσιο μιας διδακτικής διαδικασίας, οργανωμένης από τους δυτικούς-Wessis, για την αποτροπή επανάληψης μιας καταδικαστέας και σε παρακμή εποχής. – όπως π.χ. στην μνημειώδη έκθεση Οι Μύθοι των Εθνών του 2005, όπου έγινε συστηματική προσπάθεια αποδόμησης των μύθων της DDR και παρουσίασης ενός καθεστώτος που βασίστηκε στη λήθη του Β΄.Π.Π. και στη χρήση αποκλειστικά της αντιφασιστικής μνήμης ως ιδρυτικού μύθου. Πουθενά, φυσικά, δεν εμφανίζεται η ευθύνη των Δυτικών για την υποτίμηση των αξιών και των επιτευγμάτων των Ανατολικών που είδαν να χάνονται οι κόποι τους μετά το 1989 και να απομειώνονται οι περιουσίες τους[21] – εξαίρεση αποτελεί η έκθεση Καθημερινότητα και ενοποίηση, Το πορτραίτο μιας κοινωνίας σε μετάβαση του 2015, όπου όμως δίνεται έμφαση αποκλειστικά στις ψυχολογικές και συναισθηματικές συνέπειες της αλλαγής και στα πρακτικά προβλήματα των Ανατολικογερμανών. Οι εκθέσεις της δεκαετίας του 1990, από την άλλη, Σταθμοί ζωής στη Γερμανία 1900-1993 (1993) με ειδικό τμήμα για την DDR, Συνάδελφοι πολίτες της ΛΔΓ (1993), Σύγχρονες, Η διαιρεμένη Γερμανία του ‘60 (1994), Αποστολή: Τέχνη. Οι εικαστικοί καλλιτέχνες στη ΛΔΓ μεταξύ αισθητικής και πολιτικής (1995), Κομματική αποστολή: Μια νέα Γερμανία (1997), αντιμετώπιζαν στην καλύτερη περίπτωση την πρώην Ανατολική Γερμανία ως τόπο ξένο, ως ιστορικό τοτέμ που έχει οριστικά περάσει στο παρελθόν και στην αχρηστία, ενώ άλλες, όπως Η Γερμανία στον Ψυχρό Πόλεμο 1945-1963 (1993), παρουσίαζαν έμμεσα το πρώην καθεστώς ως την πιο αρνητική σελίδα της γερμανικής ιστορίας έναντι στο οικονομικό και δημοκρατικό θαύμα της Δυτικής Γερμανίας.

Η προσέγγιση αυτή, ύστερα από μια παύση μιας περίπου δεκαετίας όπου κάμφθηκε το ενδιαφέρον για την DDR, όπως αποδεικνύουν και οι χλιαροί εορτασμοί του 1999 για τα δέκα χρόνια από την πτώση του Τείχους, ενώ δόθηκε έμφαση στη σχέση με την Ευρώπη και την κοινή ταυτότητα των κρατών της ΕΕ εν όψει φυσικά και της ενσωμάτωσης των νέων κρατών εξ Ανατολών, συνεχίστηκε αμέσως μετά τα εγκαίνια της μόνιμης συλλογής το 2006. Εν όψει της νέας στρογγυλής επετείου του 2009, εμφανίστηκε με μεγαλύτερη πλέον σφοδρότητα, η ερμηνεία ενάντια στη ‘δικτατορία του σοσιαλισμού’, όπως την αποκαλούσαν, όπως απαιτούσαν, άλλωστε, οι νέοι συσχετισμοί μέσα στην ΕΕ. Τέτοιες ήταν οι εκθέσεις Η κομματική δικτατορία και η καθημερινότητα στην DDR του 2007, η οποία προσπαθούσε να απαντήσει σε ερωτήματα όπως «Πώς κατάφεραν οι πολίτες της ΛΔΓ να αντεπεξέλθουν στην καθημερινότητά τους; Πώς απέφυγαν τις επιβολές της δικτατορίας και την ιδεολογία της;», η έκθεση Τέχνη και Ψυχρός Πόλεμος (2009-10), όπου παρουσιαζόταν η διάσταση ελεύθερης και στρατευμένης τέχνης, και η έκθεση Focus DDR του 2012 που παρουσίαζε την προπαγάνδα της ΛΔΓ, καθώς και πτυχές του κόσμου της εργασίας και της καθημερινότητας. Η έκθεση φυσικά με τίτλο Η επιθυμία για Ελευθερία του 2012 προσέγγισε το θέμα της «υπέρβασης των ορίων και των διαιρέσεων», σε μια προσπάθεια να παρουσιαστεί η Ευρώπη ενωμένη χωρίς την παρουσία του Τείχους και των διαχωριστικών φραγμών που είχαν επιβάλει οι Ανατολικοί, ενώ αυτή του 2017 με τίτλο Ο κομουνισμός στην εποχή του,  εστιάζε αποκλειστικά στον απολυταρχικό χαρακτήρα και τα θύματά του στον 20ό αιώνα, μια έκθεση σε συνεργασία με το Ομοσπονδιακό ίδρυμα για την επανεκτίμηση της δικτατορίας του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (του κομουνιστικού δηλαδή στην Ανατολική Γερμανία).

Palast der Republik, μέχρι το 2006 – Humboldt Forum

Στη Γερμανία της εκ νέου διαιρεμένης μνήμης,[22] γίνεται προσπάθεια και στο πεδίο της δημόσιας αρχιτεκτονικής,  «να αντιμετωπιστεί και να εξαλειφθεί το ακόμα απειλητικό, όπως φαίνεται, αίσθημα της ‘Οσταλγίας’ για τους όποιους νοσταλγούς του σοσιαλιστικού παρελθόντος», , όπως σημειώνει ο Ανδρέας Γιακουμακάτος, καθώς «έχει ξεκινήσει αργά αλλά σταθερά η πορεία οικοδόμησης μιας νέας εθνικής αφήγησης μέσω της αρχιτεκτονικής»[23]. Πρόκειται για μια προσπάθεια να απαλειφθεί η μνήμη «της εθνικής τραγωδίας του 20ού αιώνα και των ευθυνών που τη συνόδευσαν, παράλληλα με την ακύρωση 40 ετών Ιστορίας του άλλου μισού της χώρας, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας»,[24] και μαζί της αντιφασιστικής μνήμης. Την ώρα που η ιστορία της DDR έμπαινε στο μουσείο[25] και τα πολιτισμικά αγαθά της γινόταν αναμνηστικά και σουβενίρ «ενός αποτυχημένου σοσιαλιστικού μοντερνισμού»[26], ακόμα και η αρχιτεκτονική λύση για την επέκταση του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείο που επιλέχθηκε το 2003 σε σχέδια του Αμερικανό-κινέζου I.M. Pei,  και η οποία στηρίχθηκε από την πλειοψηφία των πολιτών και των πολιτικών δυνάμεων, παρέπεμπε στον προπολεμικό μοντερνισμό και τη Βαϊμάρη. Πρόκειται για έναν ιστορικό μοντερνισμό που επιβλήθηκε για να συνδεθεί με έναν ιστορισμό που βλέπουμε και σε άλλα κτίρια του Βερολίνου, αναζητώντας τις ρίζες στην προπολεμική περίοδο και ακόμα πιο πίσω στην αυτοκρατορική, αποτελώντας χρήσιμο «εργαλείο ιδιαιτέρως της νέας γερμανικής Ακροδεξιάς που, μέσω της ανακατασκευής ιστορικών κτιρίων, έχει εφεύρει έναν αποτελεσματικό μοχλό ιδεολογικής χειραγώγησης και απάλειψης των εγκλημάτων του 20ού αιώνα».[27]

Επίλογος

Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι ο σταθερός στόχος μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών ήταν η αποκατάσταση της δημόσιας εικόνας της χώρας, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, κάνοντας χρήση ενός πεδίου που φαινομενικά μόνο υπήρξε ιδεολογικά και πολιτικά ουδέτερο και ανεξάρτητο, όπως είναι αυτό της τέχνης και ειδικότερα των μουσείων. Η ενωμένη, λοιπόν, Γερμανία πέρασε από το τραύμα του διχασμού και της διαδικασίας επαναπροσδιορισμού και συμφιλίωσης με το παρελθόν, του δύσκολου στη μετάφραση όρου ‘Vergangenheitsbeveltigung’,  σε μια αναθεωρητική και ηρωική, θα έλεγα, φάση μετά το 2002, με την εδραίωση της κυριαρχίας της στην Ευρώπη, οικονομικής και πολιτικής, και την επιστροφή των συντηρητικών Χριστιανοδημοκρατών, της πανίσχυρης όπως αποδείχτηκε Angela Merkel – η οποία δήλωνε εμφατικά αλλά και απολύτως συμβολικά στην ομιλία της για την 20ή επέτειο της Πτώσης του Τείχους μπροστά από την Πύλη του Βρανδεμβούργου ότι η 9η Νοεμβρίου «ήταν πραγματικά μια ευτυχής στιγμή για τους Γερμανούς και την Ευρωπαϊκή Ιστορία». Την ώρα που στη μόνιμη συλλογή του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου παρουσιάζονταν η θετική αφήγηση μιας ευρωπαϊκής Γερμανίας, μιας ενιαίας Γερμανίας και ενός γερμανικού έθνους, με δυτικά φυσικά πρότυπα, την ίδια ακριβώς στιγμή επικυρώνονταν μια στρατηγική λήθης και αλλά και συμψηφισμού, παραπέμποντας αδιακρίτως στο καθεστώς της πρώην Αν. Γερμανίας, στο Ολοκαύτωμα, στον εθνικοσοσιαλισμό και στη μετανάστευση, όπως και πάλι διαβάζουμε σήμερα στην προγραμματική συμφωνία της νέας κυβέρνησης. Θα κλείσω με κάτι που διάβασα μόλις χθες στο άρθρο του Γιάννη Μπαλαμπανίδη στην ΕΦΣΥΝ με τίτλο «Ουτοπία που γέρασε απότομα», για τη σημασία της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, «ότι ο κομμουνισμός συνιστά ένα ιδεολογικό-πολιτικό πρόγραμμα που κλίνεται στον πληθυντικό […] Η ιστορική αποτίμηση οφείλει να είναι αυστηρή από τη σκοπιά της δημοκρατίας και της χειραφέτησης […] Αξίζει τον κόπο όμως να αναστοχαστούμε ένα τουλάχιστον κομμάτι αυτής της κληρονομιάς».[28]

[1] Διαθέσιμο διαδικτυακά https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/TA-9-2019-0021_EL.pdf (τελευταία πρόσβαση 13/12/2021).

[2] Mehr Fortschritt wagen, Bündnis für Freiheit, Gerechtigkeit und Nachhaltigkeit, Koalitionsvertrag 2021 – 2025 zwischen der Sozialdemokratischen Partei Deutschlands (SPD), BÜNDNIS 90 / DIE RÜNEN und den Freien Demokraten (FDP), 2021, σ. 124-125.

[3] Βλ. Paul Betts, «1989 At Thirty: A Recast Legacy»,  Past & Present, τόμος 244, τχ.1, Αύγουστος 2019, σ. 271–305 (272).

[4] Στο ίδιο, σ. 286-287.

[5] Enzo Traverso, Η ιστορία ως πεδίο μάχης, Ερμηνεύοντας τις βιαιότητες του 20ού αιώνα, Νίκος Κούρκουλος (μτφρ.), Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2016, σ. 325-326 (α΄ γαλλική έκδ. 2011).

[6] Στο ίδιο, σ. 313, 319.

[7] Βλ. Caroline Pearce, «An Unequal Balance? Memorializing Germany’s “Double Past” since 1990», στο Nick Hodgin, Caroline Pearce (επιμ.), The GDR Remembered: Representations of the East German State since 1989,  Boydell & Brewer, Camden House, 2011, σ. 172-198.

[8] Βλ. Aronsson, Peter/ Bentz, Emma, «National Museums in Germany: Anchoring Competing Communities», Building National Museums in Europe 1750-2010. Conference proceedings from EuNaMus, European National Museums: Identity Politics, the Uses of the Past and the European Citizen, Bologna 28-30 April 2011, Aronsson, Peter/ Elgenius, Gabriella (επιμ.), EuNaMus Report No 1., Linköping University Electronic Press: http://www.ep.liu.se/ecp_home/index.en.aspx?issue=064, Λίνκεπινγκ-Σουηδία 2011, σελ. 349-354.

[9] Όπως αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα του μουσείου.

[10] Mehr Fortschritt wagen, ό.π., σ. 130-131.

[11] Βλ. τον κατάλογο των εκθέσεων από το 1988 μέχρι το 2006 στο «Ausstellungen», Das Deutsche Historische Museum-Magazin, Deutsches Historisches Museum, Βερολίνο 2006, σελ. 41-45.

[12] Βλ. Caroline Pearce, «An Unequal Balance?», ό.π., σ. 174-177.

[13] Βλ. Andreas Ludwig, «Musealisierung der Zeitgeschichte. Die DDR im Kontext», Deutschland Archiv, τόμος 44, 2011, σ. 604-613 (607-608) και του ίδιου «Discursive Logics in the Material Presentation of East German History. Exhibitions and History „Ten Years After“», Εισήγηση στο συνέδριο Ten Year After – German Unification 2 Δεκεμβρίου, 1999 στο University of Michigan, Ann Arbor, σ. 2-3, διαθέσιμο ηλεκτρονικά στο http://www00.unibg.it/dati/corsi/44005/34842-10736-History%20of%20GDR%20in%20museums%20and%20exibitions.pdf (τελευταία πρόσβαση 18/11/2021).

[14] Βλ. Andreas Ludwig, «Representations of the Everyday and the Making of Memory: GDR History and Museums», στο David Clarke, Ute Wölfel (επιμ.), Remembering the German Democratic Republic, Divided Memory in a United Germany, Palgrave Macmillan, Λονδίνο 2011, σ. 37-53 (DOI: https://doi.org/10.1057/9780230349698).

[15] Βλ. https://www.hdg.de/traenenpalast (τελευταία πρόσβαση 17/11/2021).

[16] Βλ. Chloe Paver, «Exhibiting Negative Feelings: Writing a History of Emotions in German History Museums», Museum and Society,  τόμος 14, τχ. 3, Ιούνιος 2017, σ. 397-411 (402) (DOI:10.29311/mas.v14i3.681).

[17] Βλ. Andreas Ludwig, «Discursive Logics in the Material Presentation of East German History», ό.π., σ. 5-10.

[18] Στο ίδιο, σ. 11-14.

[19]  Βλ. Irmgard Zündorf, «DDR-Museen als Teil der Gedenkkultur in der Bundesrepublik Deutschland», Jahrbuch für Kulturpolitik, τόμος  9, 2009, σ. 139-145 (140).

[20] Βλ. Enzo Traverso, Η ιστορία ως πεδίο μάχης, ό.π., σ. 308.

[21] Βλ. Chloe Paver, “Exhibiting Negative Feelings”, ό.π., σ. 403-404.

[22] Βλ. Ronald Gebauer, «The Peaceful Revolution and its Aftermath: Collective Memory and the Victims of Communism in East Germany», Historical Social Research, τόμος. 35, τχ. 3, 2010, σ. 163-171 (163-164).

[23] Ανδρέας Γιακουμακάτος, «Η ανακατασκευή της αρχιτεκτονικής και η αναπαλαίωση της Ιστορίας», εφ. Το Βήμα, 13 Οκτωβρίου 2019, σ. 42-43 (42).

[24] Στο ίδιο.

[25] Βλ. Andreas Ludwig, «Musealisierung der Zeitgeschichte», ό.π., σ. 604-613.

[26] Paul Betts, «1989 At Thirty», ό.π., σ. 302.

[27] Ανδρέας Γιακουμακάτος, «Η ανακατασκευή της αρχιτεκτονικής και η αναπαλαίωση της Ιστορίας», ό.π., σ. 42-43.

[28]  Γιάννης Μπαλαμπανίδης, «Ουτοπία που γέρασε απότομα», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 5 Δεκεμβρίου 2021,  διαθέσιμο ηλεκτρονικά στο  https://www.efsyn.gr/themata/thema-tis-efsyn/322261_oytopia-poy-gerase-apotoma (τελευταία πρόσβαση 9/12/2021)

Ο Αλέξανδρος Τενεκετζής είναι ιστορικός τέχνης, διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι μεταδιδάκτορας ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης στο πεδίο των ψηφιακών ανθρωπιστικών σπουδών, ενώ υπήρξε ερευνητής ιστορικός τέχνης στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών – Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Στα τρέχοντα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εντάσσεται η Ιστορία της Ευρωπαϊκής και Ελληνικής Τέχνης, η Δημόσια και Ψηφιακή Ιστορία και Ιστορία της Τέχνης, η Ιστορία της Μνήμης, καθώς και η Ιστορία και η πολιτική των θεσμών της τέχνης, ενώ πρόσφατα εκδόθηκε η μελέτη του με τίτλο Τα μνημεία για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εικονομαχίες στην Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου (1945-1975). Σήμερα διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΣΕΠ), στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών για τη «Δημόσια Ιστορία» (το μάθημα εισαγωγής για τη Δημόσια Ιστορία και το μάθημα Ιστορία και Δημόσιος Χώρος) και στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα (Ιστορία της Νεοελληνικής Τέχνης).

ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΑ

  • Τα μνημεία για τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, Εικονομαχίες στην Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου (1945-1975), Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος (πρόλογος), εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2020.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΟΜΩΝ

  • Αλέξανδρος Τενεκετζής (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και η «Συντροφιά των Εννιά» (Πρακτικά ημερίδας, Κέρκυρα 30 Νοεμβρίου 2013), Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου – Εκδόσεις Άποψη, Αθήνα- Κέρκυρα 2016.
  • ΆΡΘΡΑ

Σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους (με κρίση)

  • «Από τη μνήμη για τον πόλεμο στον πόλεμο για τη μνήμη», Μνήμων, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, τόμος 29, 2008, σελ. 275-295.
  • «Η λατρεία του καλλιτέχνη τον 21ο αιώνα», Ουτοπία, τχ. 86, Σεπτέμβριος- Οκτώβριος 2009, σελ. 171-183.
  • «The Obscure Realm of Memory in Cold War West Germany: The Politics of Public Monuments», Conflict, Memory Transfers and the Reshaping of Europe, Helena Gonçalves da Silva/ Adriana Alves de Paula Martins/ Filomena Viana Guarda/ José Miguel Sardica (επιμ.), Cambridge Scholars Publishing, Νιούκαστλ 2010, σελ. 36-52.
  • «Μονοπάτια της μνήμης στη μετεμφυλιακή Ελλάδα: η απεικόνιση της μνήμης του πολέμου του ’40 στη δημόσια μνημειακή τέχνη μέχρι το ’74», Νέα Εστία, τόμος 169, τχ. 1845, Ιούνιος 2011, σελ. 1222-1240.
  • «Ιστορίες σε πέτρα και χαλκό, Το Ολοκαύτωμα στα μνημεία Ισραήλ και ΗΠΑ την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου», Ιστορικά, τόμος 29, τχ. 56, Ιούνιος 2012, σελ. 171- 192.
  • «Οι μεταμορφώσεις της μνήμης: η δημόσια γλυπτική στην Ευρώπη του μεσοπολέμου», Ιστορία της Τέχνης, τχ. 1, χειμώνας 2013, σελ. 65-88.
  • «Τέχνη και πολιτική στον Ψυχρό Πόλεμο, Ο Διεθνής Διαγωνισμός Γλυπτικής για το ‘Μνημείο του Άγνωστου Πολιτικού Κρατούμενου’», Μνήμων, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, τόμος 33, 2013-2014, σελ. 185-205.
  • Αλέξανδρος Τενεκετζής-Λευτέρης Σπύρου, «Τα μουσεία του Βερολίνου, Τέχνη- Ιστορία-Προπαγάνδα», Ουτοπία, τχ. 109, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2014, σελ. 121- 134.
  • Αλέξανδρος Τενεκετζής-Λευτέρης Σπύρου, «Τέχνη-Ιστορία-Ιδεολογία: Τα Μουσεία Τέχνης του Βερολίνου μετά το 1989», Τετράδια Μουσειολογίας, τχ. 10, 2015, σελ. 13-20.
  • Alexandros Teneketzis, Efthymia Moraitou, John Aliprantis, Yannis Christodoulou, George Caridakis, «Semantic Bridging of Cultural Heritage Disciplines and Tasks», Heritage, 2019, 2(1), 611-630; https://doi.org/10.3390/heritage2010040.
  • «Η δημόσια αναπαράσταση μιας δύσκολης μνήμης, Ο Εμφύλιος και η Αντίσταση στη δημόσια γλυπτική τις δεκαετίες ’80 και ‘90», Ιστορία και θεωρία της τέχνης – Τιμητικός τόμος για τη Νίκη Λοϊζίδη, Νίκος Δασκαλοθανάσης (επιμ.), εκδόσεις futura, Αθήνα 2019, σελ. 67-82.
  • «Exploring the emerging digital scene in art history and museum practice», Esboços: histories in global contexts (Special Issue “Digital and global history: New horizons for the historical inquiry”), vol. 27, no. 45, Μάιος-Αύγουστος 2020, σελ. 187-206.
  • «Lazaros Lameras», DER UNBEKANNTE POLITISCHE GEFANGEN, Ein internationaler Skulpturenwettbewerb zu Zeiten des Kalten Krieges (κατάλογος έκθεσης, KUNSTHAUS DAHLEM, 30 Οκτωβρίου 2020 – 21 Φεβρουαρίου 2021, Dahlem- Berlin), KUNSTHAUS DAHLEM, Βερολίνο 2020, σελ. 254-257.

Σε πρακτικά συνεδρίων

  • «Τέχνη και μνήμη τον 20ο αιώνα: Μεθοδολογικές αναζητήσεις», Η τέχνη στον 20ο αιώνα: Ιστορία, Θεωρία, Εμπειρία, Πρακτικά 3ου Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας της Τέχνης στην Ελλάδα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 535-543.
  • Αλέξανδρος-Τενεκετζής-Μαρίνα Παπασωτηρίου, «Ο Κωνστ. Θεοτόκης και η ‘Συντροφιά των Εννιά’. Λόγος και εικόνα στην κοσμοπολίτικη Κέρκυρα των αρχών του 20ου αιώνα», Πρακτικά του Ι ́ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου, στη σειρά «Κερκυραϊκά Χρονικά», τόμος Β, Κέρκυρα 2016, σελ. 713-723.
  • «Η εικονογράφηση της Κερκυραϊκής Ανθολογίας: η πρόσληψη των νεωτερικών τάσεων από τη “Συντροφιά των Εννιά”», στο Αλέξανδρος Τενεκετζής (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και η «Συντροφιά των Εννιά» (Πρακτικά ημερίδας, Κέρκυρα 30 Νοεμβρίου 2013), Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου – Εκδόσεις Άποψη, Αθήνα- Κέρκυρα 2016 (ηλεκτρονική δημοσίευση στο http://corfu.nationalgallery.gr/), σελ. 29-50.
  • Markos Konstantakis, John Aliprantis, Alexandros Teneketzis, George Caridakis, «Understanding User eXperience aspects in Cultural Heritage interaction», στο Proceedings of 22nd Pan-Hellenic Conference on Informatics (PCI’18), ACM, Αθήνα
  • «Το αρχείο και η συλλογή του Γ. Ζογγολόπουλου», Πρακτικά Ε ́ Συνεδρίου Ιστορίας της ΤέχνηςΖητήματα ιστορίας, μεθοδολογίας, ιστοριογραφίας (Μουσείο Μπενάκη, 15/01/2016 – 17/01/2016), Αρετή Αδαμοπούλου, Λία Γυιόκα, Κωνσταντίνος Στεφανής (επιμ.), Εταιρεία Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης – Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2019, σελ. 571-587.
  • Αλέξανδρος Τενεκετζής, Αιτωλία (Αιλιάνα)-Αικατερίνη Μαρτίνη, «Η ανθρώπινη μορφή και οι διασυνοριακές της εκφράσεις στη σύγχρονη κερκυραϊκή τέχνη: Εύα Καρύδη, Νίκος Κόκκαλης», Πρακτικά, ΙΑ ́ Διεθνές Πανιόνιο Συνέδριο, Δώρα Μαρκάτου (επιμ.), Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, τόμος VI, Αργοστόλι 2020, σελ. 323-344.