Research Centre for the Humanities (RCH)
EN / ΕΛ
Research Centre for the Humanities (RCH)

The Study of the Human Past

«To μέλλον ως πεδίο διεκδίκησης: ελληνορθόδοξα παιδιά πρόσφυγες και δημογραφική μηχανική στα τέλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1914-1922)»

Ανδριανοπούλου Κωνσταντίνα

ΈρευναΗμερίδαΑποτελέσματα ΈρευναςΣύντομο Βιογραφικό

Συνοπτική Περιγραφή της Έρευνας

Το θέμα της προτεινόμενης μεταδιδακτορικής έρευνας αφορά στα παιδιά πρόσφυγες του ελληνορθόδοξου μιλλέτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) και τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο (1919-1922). Σκοπός της έρευνας αρχικά είναι να εξερευνήσει το δίκτυο και τους μηχανισμούς περίθαλψης των χριστιανών παιδιών-προσφύγων από όλα τα εμπλεκόμενα κέντρα (κοινοτικό, εθνικό, διεθνές). Στη συνέχεια, η έρευνα θα εστιάσει στη διαμάχη μεταξύ των ανταγωνιστικών εθνικών κέντρων, συγκεκριμένα της νεοτουρκικής κυβέρνησης, από τη μια, και της ελληνορθόξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, και του ελληνικού κράτους, από την άλλη, σε σχέση με την εθνοθρησκευτική ταυτότητα και το ανήκειν αυτών των παιδιών, ιδίως στο διάστημα 1919-1922. Στόχος της έρευνας είναι να μελετήσει τις πρακτικές που υιοθετούν και τον λόγο που αρθρώνουν οι φορείς των ανταγωνιστικών εθνικισμών για τα παιδιά-πρόσφυγες του πολέμου γενικά, και ειδικά για την εθνική ομάδα στην οποία ανήκουν.

Σε ό,τι αφορά το θεωρητικό πλαίσιο, θα προσεγγίσω το θέμα από την πλευρά της δημογραφικής μηχανικής των αντίπαλων εθνικισμών σε συνθήκες ολοκληρωτικού πολέμου, όπως ήταν ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος. Επιπλέον, θα προσπαθήσω να φωτίσω το θέμα από την οπτική της σχέσης παιδικής ηλικίας και πολέμου, εντάσσοντάς το στη διεθνή ιστοριογραφική συζήτηση για τα παιδιά στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Τέλος, διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές του αρχειακού υλικού που θα μελετήσω, θα αποτολμήσω να αναδείξω προσωπικές στάσεις και  στρατηγικές που διαμορφώνουν τα παιδιά-πρόσφυγες του πολέμου, οι οποίες ενδεχομένως τα φέρνουν σε αντίθεση με την κυρίαρχη πρόσληψη της ομάδας αυτής από τα διάφορα θεσμικά κέντρα. Με άλλα λόγια, θα προσπαθήσω να σταθώ κριτικά απέναντι στον κυρίαρχο λόγο της εποχής για τα δικαιώματα των παιδιών, ο οποίος τα παρουσίαζε συχνά ως ανυπεράσπιστα θύματα και όχι σαν δρώντα υποκείμενα.

Το θέμα των παιδιών-προσφύγων του ελληνορθόδοξου μιλλέτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι μηχανισμοί που δημιουργήθηκαν για την διάσωση και περίθαλψη τους στο τέλος του Μεγάλου Πολέμου αποτελεί ένα εντελώς ανεξερεύνητο ερευνητικό πεδίο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτό έγκειται στο ότι φωτίζει μια άγνωστη πτυχή στη μελέτη του ελληνορθόξου μιλλέτ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και προσεγγίζει το ζήτημα της εθνικής ιδεολογίας, των εθνικών ανταγωνισμών και πρακτικών από μια νέα οπτική γωνία. Τέλος, αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης συζήτησης, ακαδημαϊκής αλλά και εξαιρετικά επίκαιρης, σε σχέση με τους ανθρωπιστικούς μηχανισμούς αρωγής, την αποτελεσματικότητα και τις μεθόδους τους σε περιόδους μεγάλων προσφυγικών ροών.

Workshop

Children at war: humanitarian intervention and rescue policies in the late Ottoman Empire

This workshop is organized by Konstantina Andrianopoulou within the context of her research project “Contested futures: Greek-Ottoman refugee children and demographic engineering at the end of the Ottoman Empire (1914-1922)”, which is supported by the Research Centre for the Humanities (RCH) for the year 2021.

In collaboration with KENI (Research Centre for Modern History-Panteion University), Unit for the History of Migrant and Refugee Movements.

 

15 January 2022

The workshop will be held via Zoom:

https://us02web.zoom.us/j/81060560763?pwd=RklUT1hNeFg4UUFJRmNvTkRheEphUT09

Meeting ID: 810 6056 0763
Passcode: 988669


Program

16.30-18.00

Welcome & Introduction
Ada Dialla, President of the Executive Administrative Board, Research Centre for the Humanities
Andreas Lyberatos, Director of the Research Centre for Modern History, Panteion University

Chair: Lina Ventouras

Andrianopoulou Konstantina, Post-Doc Researcher, Panteion University
Contested futures: ‘rescued’ Greek-orthodox children in Istanbul during the allied occupation era

Nazan Maksudyan, Research Associate, Center Marc Bloch
Reenacting Testimony: Child Survivors of the Armenian Genocide, Early Cinema, and Humanitarianism

Questions and discussion

 

18.00-18.10: Break

 

18.15-20.00

Chair: Andreas Lyberatos

Keith David Watenpaugh, Professor, Director of Human Rights Studies, UC Davis, California
Kill the Armenian/Indian; Save the Turk/Man: Thoughts at the Intersections of Humanitarianism, the Transfer of Children and the Possibilities of a Comparative History of Indigenous Genocide

Lina Ventouras, Professor, Panteion University
Refugee Resettlement in Interwar Greece: Interactions between Domestic and International Actors

Questions and discussion


Workshop Program (PDF, JPG)

Workshop Poster (PDF, JPG)

Έρευνα: «To μέλλον ως πεδίο διεκδίκησης: ελληνορθόδοξα παιδιά πρόσφυγες και δημογραφική μηχανική στα τέλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1914-1922)»

Ερευνητής: Δρ. Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου

Η έρευνα «To μέλλον ως πεδίο διεκδίκησης: ελληνορθόδοξα παιδιά πρόσφυγες και δημογραφική μηχανική στα τέλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1914-1922)» χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2021.

Εισαγωγή:

Οι διώξεις των χριστιανικών πληθυσμών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ξεκίνησαν πριν από τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, συνεχίστηκαν στη διάρκειά του, με αποκορύφωμα τη γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, και αναζωπυρώθηκαν στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο 1919-1922 στη Μικρά Ασία. Η βίαιη αντιμετώπιση από το οθωμανικό κράτος των μη μουσουλμάνων πολιτών του ανέδειξε μια άλλη πλευρά του ολοκληρωτικού πολέμου που υπήρξε ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος: το κράτος διεξήγαγε έναν πόλεμο εναντίον των ίδιων των πολιτών του[1].

Η συγκεκριμένη έρευνα εστιάζει στην επίδραση που είχαν οι εκτοπισμοί και οι πολεμικές συγκρούσεις στα χριστιανά ορθόδοξα παιδιά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ειδικότερα, ασχολήθηκα με τα απορφανισμένα παιδιά που εντάχθηκαν σε δομές και ορφανοτροφεία της ελληνορθόδοξης κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και με τις περιπτώσεις νεαρών κοριτσιών, που λόγω του πολέμου βρέθηκαν σε τουρκικά σπίτια και ιδρύματα στην Κωνσταντινούπολη και τα οποία διεκδικήθηκαν από την κοινότητά και το ελληνικό κράτος στη διάρκεια της συμμαχικής κατοχής της πόλης. Σε αντίθεση με την σχετικά πλούσια ιστοριογραφική προσέγγιση του θέματος των Αρμένιων παιδιών που επέζησαν των διώξεων και επανεντάχθηκαν στην αρμενική κοινότητα, το ζήτημα της αντίστοιχης περίπτωσης των ελληνορθόδοξων παιδιών παραμένει ανεξερεύνητο.

Ασφαλώς, οι διώξεις εναντίον του αρμενικού πληθυσμού έγιναν σε μεγαλύτερη κλίμακα και αποτέλεσαν τμήμα του οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης της αρμενικής κοινότητας. Αντίστοιχα, η κινητοποίηση για την περισυλλογή, την ανεύρεση και την επαναφορά στους κόλπους της κοινότητας των επιζώντων Αρμένιων παιδιών που είχαν χάσει τις οικογένειές τους και σε πολλές περιπτώσεις βρίσκονταν σε τουρκικά σπίτια και ιδρύματα, αναδείχτηκε σε κυρίαρχο ζήτημα για την αρμενική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης στην μετά τη γενοκτονία εποχή[2].

Τα μέτρα που υιοθετήθηκαν κεντρικά από το οθωμανικό κράτος για τα παιδιά μη μουσουλμάνους[3] ήταν κοινά και είχαν τον ίδιο απώτερο σκοπό σε όλες περιπτώσεις: από τη μια τον εκτουρκισμό τους και την αφομοίωσή τους στην κυρίαρχη εθνοθρηκευτική ομάδα, δηλαδή τη μουσουλμανική- τουρκική, και από την άλλη τη δημογραφική ενίσχυση του τουρκικού έθνους. Τα παιδιά και οι νεαρές γυναίκες-μελλοντικές μητέρες θεωρήθηκαν κομβικές πληθυσμιακές ομάδες που μπορούσαν να χρησιμεύσουν στην αριθμητική τόνωση του τουρκικού έθνους -ιδίως μετά από μια μακρά περίοδο πολεμικών συγκρούσεων- σε μια εποχή που το δίκαιο της αριθμητικής υπεροχής νομιμοποιούσε εδαφικές βλέψεις και τόνωνε το κυρίαρχο εθνικό αίσθημα[4].

 

Οι μέθοδοι απόσπασης των χριστιανών παιδιών

Τα μέτρα αυτά ποικίλλαν. Με απόφαση της νεοτουρκικής κυβέρνησης, κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου δημιουργήθηκε ένα εκτενές δίκτυο ορφανοτροφείων στην Ανατολία, προκειμένου να φιλοξενηθούν τα ορφανά παιδιά του πολέμου. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, σχολιάζοντας την ίδρυση ορφανοτροφείων στην Πάνορμο για τα ορφανά του παγκόσμιου πολέμου, χαρακτήριζε αυτό το μέτρο ως το «σατανικότερο» αφού ο σκοπός του ήταν «κατ’  επίφασην  φιλανθρωπικός […] οι Ελληνόπαιδες ούτοι [που γίνονται τρόφιμοι] λαμβάνουσιν ανατροφήν και μόρφωσιν καθαρώς τουρκικήν […] [Πρόκειται για] παιδομάζωμα και προσπάθεια δημιουργίας γενιτσάρων»[5].

Συχνά ήταν επίσης τα περιστατικά αρπαγής Αρμένιων κυρίως, και σε μικρότερο βαθμό ελληνορθόδοξων κοριτσιών, και η σεξουαλική εκμετάλλευσή τους από τον ή τους άνδρες της οικογένειας στην οποία εντάσσονταν, ενίοτε και η διακίνηση και η πώλησή τους σε σκλαβοπάζαρα της Μέσης Ανατολής ως εργατριών του σεξ[6].

Γενικά, η εργασιακή εκμετάλλευση των παιδιών ήταν ίσως η πιο διαδεδομένη συνθήκη για τα επιζήσαντα θύματα του πολέμου που εντάσσονταν σε τουρκικές οικογένειες. Ενδεικτικά, στη διάρκεια των εκτοπισμών των Ελληνορθόδοξων του Πόντου το 1921 νεαρά κορίτσια και άνδρες χρησιμοποιούνταν ως σκλάβοι εργάτες γης από μουσουλμάνους κατοίκους για να επιβιώσουν[7].

Πολύ συχνό φαινόμενο ήταν η ένταξη των παιδιών σε μουσουλμανικές οικογένειες. Οι μορφές και οι όροι αυτής της ένταξης ποικίλλουν. Στην αρχή του πολέμου, η νεοτουρκική κυβέρνηση παρείχε ως κίνητρο μηνιαίο επίδομα σε τουρκικές ανάδοχες οικογένειες ορφανών χριστιανόπουλων -κατά κύριο λόγο Αρμένιων[8]. Πολλά παιδιά των Αρμένιων και των ελληνορθόδοξων χριστιανών –θυμάτων των διώξεων, που βρίσκονταν σε τουρκικά σπίτια είχαν είτε αρπαχθεί κατά τη διάρκεια συμπλοκών, είτε είχαν περισυλλέγει από το δρόμο όπου τα είχαν αφήσει οι γονείς τους και συνήθως επαιτούσαν.

 Τα περισσότερα ανάμεσά τους ήταν κορίτσια τα οποία είτε υιοθετούνταν από άτεκνες οικογένειες, είτε, συχνότερα, χρησιμοποιούνταν ως οικιακές βοηθοί ή ως σύζυγοι ή και τα δύο μαζί[9]. Χαρακτηριστικά, σε 20 περιπτώσεις ελληνορθόδοξων κοριτσιών που ανακαλύφθηκαν σε τουρκικά σπίτια στην Κωνσταντινούπολη το διάστημα Μαΐου 1921-Ιουλίου 1922 –για τα οποία διαθέτουμε αναλυτικά στοιχεία[10]-, 6 δήλωσαν ότι εργάζονταν ως υπηρέτριες σε τουρκικά σπίτια και 11 ότι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είχαν υιοθετηθεί.

Το ζήτημα των υιοθεσιών ωστόσο ήταν αρκετά περίπλοκο. Καταρχήν, σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο η υιοθεσία δεν επιτρεπόταν[11]. Έτσι τα κορίτσια εισέρχονταν στα μουσουλμανικά σπίτια κυρίως με το καθεστώς της ψυχοκόρης (στα τουρκικά besleme)· αυτό σήμαινε ότι τα κορίτσια παρείχαν οικιακές υπηρεσίες και σε αντάλλαγμα εξασφάλιζαν στέγη, διατροφή και ένδυση, αλλά όχι χρήματα αφού η συμπερίληψη μιας ψυχοκόρης στο νοικοκυριό θεωρούνταν ύψιστο έργο φιλανθρωπίας[12]. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, το καθεστώς της ψυχοκόρης περιλάμβανε άτυπα και παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών προς τον αρχηγό του οίκου[13]. Γενικά, οι οικογένειες που έπαιρναν ψυχοκόρες είχαν σχετική οικονομική επιφάνεια και κοινωνικό κύρος. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και στη διάρκεια του  πολέμου: αρκετά χριστιανά κορίτσια ‘υιοθετήθηκαν’ από αξιωματούχους της νεοτουρκικής κυβέρνησης και του στρατού.

 

Η ανθρωπιστική βοήθεια  και τα παιδιά ως μάρτυρες του έθνους.

Οι αρνητικές συνέπειες του πολέμου στις ζωές των ανθρώπων κινητοποίησαν εθνικούς και διεθνείς θεσμούς. Συγκεκριμένα, στην Oθωμανική Aυτοκρατορία, εκτός από τα υπάρχοντα φιλανθρωπικά δίκτυα των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων, τις αποστολές των Αμερικανών μισσιονάριων (με εμβληματικότερη την Near East Relief), τον Ερυθρό Σταυρό και την Ερυθρά Ημισέληνο, ενεργό ρόλο διαδραμάτισαν και καινούργιοι φορείς, όπως η νεοσύστατη Κοινωνία των Εθνών, καθώς και νέες υπηρεσίες των εμπλεκόμενων εθνικών κρατών, όπως θα δούμε πιο κάτω ότι συνέβη με το ελληνικό κράτος.

Η προστασία και βοήθεια των παιδιών θυμάτων του πολέμου αποτέλεσε κομβικό τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα τη δημιουργία της οργάνωσης Save the Children, που ιδρύθηκε από την Αγγλίδα Englayne Jebb το 1919, τα παιδιά βρέθηκαν στο κέντρο του λόγου και των πρωτοβουλιών πολλών οργανώσεων και κρατικών πολιτικών. Η παρουσίαση και ο ρόλος που τους αποδιδόταν είναι ενδεικτικά των ιδεολογικών προσανατολισμών τους. Καταρχήν, τα ορφανά παιδιά προβάλλονταν ως συλλογική ιδιοκτησία της κοινότητας και του έθνους γενικότερα. Το χαρακτηριστικότερο μοτίβο ήταν η παρομοίωσή τους με μάρτυρες, είτε πρόκειται για την περίπτωση των παιδιών στην Ευρώπη, είτε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην αρχή του πολέμου, στις συμμαχικές αντιπολεμικές δημοσιεύσεις, τα νεαρά θύματα της γερμανικής εισβολής και κατοχής παρομοιάζονταν με τα νήπια της σφαγής του Ηρώδη[14]. Οι θρησκευτικές συνδηλώσεις αυτού του μοτίβου είναι προφανείς και δείχνουν τα συγκεχυμένα όρια μεταξύ του θρησκευτικού και κοσμικού χαρακτήρα της ανθρωπιστικής βοήθειας.

Αντίστοιχα, σε άρθρο της εφημερίδας Χρόνος της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης για τα εγκαίνια ενός νέου ορφανοτροφείου στην περιοχή Παντείχι το καλοκαίρι του 1920, τα παιδιά τρόφιμοι-θύματα του πολέμου χαρακτηρίζονται «μικροί εθνομάρτυρες».[15] Ο χαρακτηρισμός εθνομάρτυρας αναδεικνύει μια ακόμα κομβική ιδιότητα που αποδίδεται στα παιδιά. Εκτός από την ιερότητα, τα νεαρά κορίτσια και αγόρια αποκτούν ιδιαίτερη εθνική βαρύτητα· δεν αντιμετωπίζονται ως μεμονωμένα άτομα αλλά σαν εθνικά υποκείμενα, μέρος ενός ευρύτερου συνόλου που υποφέρει. Οι υποχρεωτικοί γάμοι χριστιανών κοριτσιών με μουσουλμάνους, η διακίνησή τους, η υποδούλωσή τους, εν γένει η εκμετάλλευση των χριστιανών παιδιών  μετατοπίζεται και γίνεται απειλή εναντίον του έθνους. Υπό την επήρεια της εθνικής ιδεολογίας το προσωπικό ανάγεται σε εθνικό, τα δικαιώματα και οι ανάγκες των υποκειμένων μετατρέπονται σε εθνικά διακυβεύματα[16]. (βλέπε εικόνα 1)

Έτσι, τα ελληνορθόδοξα ορφανά του πολέμου δεν προβάλλονται απλά ως παιδιά που έχασαν τον έναν ή και τους δύο γονείς λόγω των διωγμών και άρα χρειάζονται προστασία, αλλά ως ορφανά του Έθνους[17], που αποτελούν «τα σπέρματα της νέας γενιάς και της αμέσου μελλοντικής υποστάσεως του Ελληνισμού».[18] Η μέριμνα για τα ορφανά παιδιά του πολέμου αποκτά εθνική σημασία και η θεραπεία των «τραυμάτων των διωγμών» μέσα από την «προσήκουσαν πνευματική μόρφωση» κρίνεται αναγκαία από τον εκπρόσωπο της ελληνικής Ύπατης Αρμοστείας στην Κωνσταντινούπολη. Η ανάγκη αυτή αφορά άμεσα το έθνος, ώστε «να μη πάσχη από το βάρος αχρήστων και επιβλαβών παραγόντων  [….] [αλλά να] εκμεταλλευθή το υπάρχον τούτο υλικόν προς ανασυγκρότησιν αναγκαίων στελεχών και διαμόρφωσιν χρησίμων μελών της καθ ημάς ομογένειας[19]

 

Κινητοποίηση της ελληνορθόδοξης κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη και του ελληνικού κράτους για τα ορφανά του πολέμου.

Στα τέλη του 1918 -αρχές του 1919 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη η ελληνική αποστολή του Ερυθρού Σταυρού για να συνδράμει την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη λόγω των προσφυγικών ροών, στήνοντας νοσοκομεία και ιατρεία σε διάφορα σημεία της πόλης[20]. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της τουρκικής Ερυθράς Ημισελήνου, στα τέλη του 1921 και τις αρχές του 1922, οι πρόσφυγες στην Κωνσταντινούπολη άγγιζαν τις 100.000· ανάμεσά τους, μόνο το 1921, ο αριθμός των ορφανών παιδιών –η πλειοψηφία των οποίων ήταν Αρμένια- άγγιζε τις 10.000[21]. Από αυτά, περίπου 1.500-2.000 ελληνορθόδοξα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, φιλοξενούνταν το 1920-1921 σε 7 δομές της ελληνορθόδοξης κοινότητας [βλέπε πίνακα]. Σύμφωνα με αναδημοσίευση άρθρου της εφημερίδας Orient στην Εκκλησιαστική Αλήθεια τον Απρίλιο του 1921, οι ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες στην πόλη έφταναν τις 6.000.[22]

Οι κοινοτικές αρχές των ελληνορθόδοξων και το ελληνικό κράτος κινητοποιήθηκαν από νωρίς για να αντιμετωπίσουν το ζήτημα των ελληνορθόδοξων προσφύγων και ειδικότερα των παιδιών προσφύγων. Αρχικά, ενεργοποιήθηκαν οι ήδη υπάρχοντες φιλανθρωπικοί μηχανισμοί και τα δίκτυα της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Αρκετά αγόρια φιλοξενήθηκαν στο Εθνικό Ορφανοτροφείο Αρρένων στη Πρίγκηπο ενώ άλλα υιοθετήθηκαν από οικογένειες στην Κωνσταντινούπολη. Η Νοεμή Ζωηρού, εκπρόσωπος της νέο-φαναριώτικης ελίτ και δραστήριο μέλος των ελληνορθόδοξων γυναικείων φιλανθρωπικών συσσωματώσεων στην Κωνσταντινούπολη[23], ανέλαβε ενεργό ρόλο στο ζήτημα των υιοθεσιών και της περίθαλψης των παιδιών προσφύγων, συνεργαζόμενη στενά με το Πατριαρχείο κατά τη διάρκεια της συμμαχικής κατοχής[24].

Εκτός από τους προϋπάρχοντες θεσμούς, δημιουργήθηκαν επιπλέον καινούργιες δομές και επιτροπές για να αντιμετωπίσουν τις ιδιαίτερες συνθήκες του πολέμου. Μια από αυτές, με πρόεδρο τον Μ. Κωσταντινίδη, διευθυντή του τμήματος Γαλατά της τράπεζας των Αθηνών, νοίκιασε ένα κονάκι στην περιοχή Αγιάζ Πασά και, με τη βοήθεια των διδασκαλισσών Κεχαγιά και Δόμνα Ευαγγέλου, το μετέτρεψε σε οικοτροφείο για να φιλοξενήσει ορφανά παιδιά-θύματα των διώξεων κατά την αρχή του Α Παγκοσμίου Πολέμου από τα ανατολικά παράλια των Στενών των Δαρδανελίων. Κάποια από τα παιδιά αυτά δόθηκαν στη συνέχεια για υιοθεσία και άλλα στάλθηκαν μετά το 1918 στα κοινοτικά ορφανοτροφεία στα Πριγκηπόνησα[25]. Το 1920 ιδρύθηκε στη συνοικία Μπεσίκτας το ‘Άσυλο των Επαιτών’ για την περισυλλογή και περίθαλψη των «μικρών αλητών»[26], όπως είχε παγιωθεί στο λεξιλόγιο της ελληνορθόδοξης φιλανθρωπικής γλώσσας να αποκαλούνται τα παιδιά που επαιτούσαν και τριγυρνούσαν στους δρόμους. Η Νοεμή Ζωηρού αναμείχθηκε ενεργά στη λειτουργία και αυτού του φορέα[27]. Επίσης, στα τέλη του 1921 συστήθηκε η Διαρκής Πατριαρχική Κεντρική Επιτροπή Προσφύγων με έδρα το Πατριαρχείο που διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην αρωγή των προσφύγων[28].

Το ελληνικό κράτος ανέλαβε σημαντική δράση στο τέλος του πολέμου και κατά τη διάρκεια της συμμαχικής κατοχής της Κωνσταντινούπολης, συνεργαζόμενο με τους αρμόδιους εκπροσώπους της ελληνορθόδοξης κοινότητας της πόλης. Μετά την ανακωχή του Μούδρου και με χρηματοδότηση του ελληνικού κράτους δημιουργήθηκε η «Κεντρική Πατριαρχική Επιτροπή» για τους εκτοπισθέντες ελληνικούς πληθυσμούς, με σκοπό τον επαναπατρισμό των ελληνορθόδοξων στις εστίες τους και την παροχή βοήθειας στους πρόσφυγες[29].

Ο βασικός φορέας του ελληνικού κράτους στην παροχή βοήθειας στους πρόσφυγες και στο συντονισμό του έργου περίθαλψης των παιδιών-θυμάτων του πολέμου ήταν το Κεντρικό Ίδρυμα Περιθάλψεως στην Κωνσταντινούπολη, παράρτημα ουσιαστικά του ελληνικού Υπουργείου Περιθάλψεως.[30]

Εκτός από τον διοικητικό-συντονιστικό χαρακτήρα του, το Κεντρικό Ίδρυμα Περιθάλψεως, το οποίο στεγαζόταν στην ελληνική πρεσβεία της πόλης[31], λειτουργούσε και ως δομή φιλοξενίας παιδιών: συγκεκριμένα, διέθετε δύο τμήματα: ένα για τα ορφανά παιδιά και ένα για την προστασία της παιδικής ηλικίας[32].

Οι πηγές που μελέτησα [τόσο οι κοινοτικές όσο και τα έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών] αναφέρονται συχνά σε Εθνικές Στέγες που φιλοξενούσαν παιδιά πρόσφυγες, συνήθως ορφανά. Από τη διασταύρωση των στοιχείων προκύπτει ότι την περίοδο της συμμαχικής κατοχής της Κωνσταντινούπολης λειτουργούσε μια Εθνική Στέγη στην Πρίγκηπο για τα ορφανά αγόρια (η οποία στις αρχές του 1920 συγχωνεύτηκε με το Εθνικό Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου), μια Εθνική Στέγη για τα ορφανά κορίτσια στη Χάλκη (που ωστόσο δεν κατέστη δυνατό να διασαφηνίσω αν ταυτίζεται με το αντίστοιχο ορφανοτροφείο) και μια άλλη στο κέντρο της πόλης, με έδρα ίσως στο Πατριαρχείο[33]. Προφανώς, οι δομές αυτές ήταν υπό τον έλεγχο της ελληνικής αρμοστείας. Σχηματικά, η κινητοποίηση για τα παιδιά-θύματα του πολέμου στην Κωνσταντινούπολη στηριζόταν σε ένα συνδυασμό τοπικών φορέων και ιδιωτών με πείρα με φορείς του ελληνικού κράτους και, από το 1919 και μετά, και με τους εκπροσώπους της Κοινωνίας των Εθνών και της συμμαχικής διοίκησης της πόλης.

Το ενδιαφέρον σε αυτή τη σύμπραξη είναι ότι οι εκπρόσωποι της ελληνικής Ύπατης Αρμοστείας λειτουργούν ξεκάθαρα ως η εθνική αρχή των ελληνορθόδοξων της Κωνσταντινούπολης. Το Κεντρικό Ίδρυμα Περιθάλψεως στην Κωνσταντινούπολη συγκεντρώσει όσες το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για την φιλανθρωπική κίνηση της κοινότητας για να επιτύχει «[την] υπαγωγή εις λογικήν τάξιν των διαφόρων εκδηλώσεων της εθνικής αλληλεγγύης και [την] όσον οίον τε σκοπιμωτέρα διάθεσιν της υλικής αρωγής της κεντρικής εθνικής πηγής και [τον] αυστηρότερο έλεγχο επί της διαθέσεως της αρωγής ταύτης συμφώνως προς τας πραγματικάς εθνικάς ανάγκας»[34]. Με άλλα λόγια, η διάθεση των εκπροσώπων του ελληνικού κράτους είναι να βάλουν ‘τάξη’ στους κοινοτικούς φιλανθρωπικούς θεσμούς με βάση τα γραφειοκρατικά πρότυπα ενός περισσότερο ή λιγότερο γραφειοκρατικά δομημένου εθνικού κράτους.

 

Η εκστρατεία περισυλλογής των χριστιανών παιδιών από τουρκικές οικίες και ιδρύματα και η ‘ανθρωπιστική’ παρέμβαση.

Τον Φεβρουάριο του 1920 η επιτροπή Ορφανών Προσφύγων της Ελληνικής Αρμοστείας κατήρτισε κατάλογο με τα ορφανά αγόρια «αλήτες» (όπως χαρακτηρίζονται στον τίτλο του καταλόγου) της Εθνικής Στέγης της Πριγκήπου, δηλαδή με τα άστεγα, ως επί το πλείστον, παιδιά-επαίτες εξαιτίας του πολέμου[35]. Δίπλα από το όνομα κάθε παιδιού σημειώνονταν πληροφορίες σχετικά με την ηλικία και την κατάσταση του[36], τον τόπο και τις συνθήκες ανεύρεσης[37]. Ανάμεσα στις 32 περιπτώσεις αγοριών μεταξύ 5 και 15 χρονών του καταλόγου, οι 8 αφορούσαν παιδιά που είχαν «συλληφθεί» ή «παραληφθεί»[38] από τουρκικές οικογένειες μετά από παρέμβασή των κοινοτικών/εκκλησιαστικών αρχών  ή μεμονωμένων ελληνορθόδοξων, και είχαν παραδοθεί στο Πατριαρχείο ή σε κάποιο ορφανοτροφείο της κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη.

Το διάστημα Μαΐου 1921-Ιουλίου 1922, ένας εκπρόσωπος της ελληνορθόδοξης κοινότητας του Σταυροδρομίου κράτησε αναλυτικές σημειώσεις με τα προσωπικά στοιχεία και το ιστορικό 24 παιδιών, 21 κοριτσιών και νεαρών γυναικών ηλικίας 6-22 και 3 αγοριών 10-12 ετών, από διάφορα μέρη της οθωμανικής επικράτειας[39], που βρέθηκαν σε μουσουλμανικά σπίτια και ιδρύματα στην Κωνσταντινούπολη, αποσπάστηκαν και τοποθετήθηκαν σε ιδρύματα της ελληνορθόδοξης κοινότητας της πόλης[40].

Τον Ιούλιο του 1922, λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου, οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές της Σμύρνης ανακάλυπταν χριστιανόπουλα και αρμενόπουλα που βρίσκονταν σε τουρκικά σπίτια στην Προύσα και τα έπαιρναν για να τα επιστρέψουν στις κοινότητές τους[41]. Με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, καταγράφονταν περιπτώσεις παιδιών που εγκατέλειπαν τα τουρκικά σπίτια στα οποία ζούσαν και ακολουθούσαν τους ελληνορθόδοξους που έφευγαν [42].

Tα πιο πάνω τεκμήρια αφορούν στο ζήτημα που τέθηκε έντονα με την ανακωχή του Μούδρου σχετικά με τα χριστιανά παιδιά και γυναίκες που είχαν ενταχθεί με διάφορους τρόπους σε τουρκικές οικίες και ιδρύματα το προηγούμενο διάστημα. Τα άρθρα 142 και 144 του τμήματος για την προστασία των μειονοτήτων της Συνθήκης των Σεβρών όριζαν την αναίρεση των εξισλαμισμών που είχαν λάβει χώρα από την 1 Ιανουαρίου 1914 και την επιστροφή όσων μη Τούρκων  (Turkish subjects of non Turkish race) είχαν βίαια αποσπαστεί από τα σπίτια και τις οικογένειές τους[43]. Το θέμα απασχόλησε έντονα τις θρησκευτικές και κοσμικές αρχές των χριστιανικών κοινοτήτων της αυτοκρατορίας –κυρίως τους Αρμένιους-, τη συμμαχική διοίκηση της Κωνσταντινούπολης –ιδίως τους Βρετανούς-, την οργάνωση Near East Relief και άλλες αμερικανικές ιεραποστολικές οργανώσεις, την οργάνωση Lord Mayors Armenian Refugees fund, μεμονωμένα άτομα[44] και φυσικά τη νεοσυσταθείσα Κοινωνία των Εθνών.

 Ήδη πριν την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, από το φθινόπωρο του 1918, κινητοποιήθηκε έντονα το Αρμενικό Πατριαρχείο και η Βρετανική Ύπατη Αρμοστεία. Με πρωτοβουλία της τελευταίας, τον Φεβρουάριο 1919, δημιουργήθηκε ένα ειδικό Αρμενοελληνικό τμήμα στα γραφεία της βρετανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, που ασχολούνταν με τα ζητήματα διώξεων των Αρμενίων και των ορθόδοξων χριστιανών κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου και ειδικά με το ζήτημα των χριστιανόπουλων που βρίσκονταν σε τουρκικά σπίτι[45]. Στην επιτροπή αυτή, που λειτούργησε μέχρι τον Νοέμβριο του 1922 και της οποίας προήδρευε ο Βρετανός στρατηγός Sir Robert Graves, συμμετείχε από την ελληνική πλευρά ο Μιχαήλ Θεοτοκάς[46] και ο Αλέξανδρος  Πάλλης[47].

H Κοινωνία των Εθνών, εκτός από την Ειδική Επιτροπή για τους πρόσφυγες που δημιούργησε το 1921[48], αποφάσισε κατευθείαν την ίδρυση μιας Κεντρικής Μεικτής Επιτροπής με έδρα την Κωνσταντινούπολη και με σκοπό την εφαρμογή των όρων της ανακωχής, των άρθρων 142 και 144 της Συνθήκης των Σεβρών και την προστασία των μη μουσουλμάνων εν γένει.[49] Επιπλέον, συστάθηκε μια επιτροπή ερευνών για τους εκτοπισμούς παιδιών και γυναικών στην Τουρκία· κεντρικό ρόλο στην επιτροπή αυτή διαδραμάτισε ο Βρετανός γιατρός και μέλος της βρετανικής αρμοστείας στην πόλη W.A. Kennedy και η Αμερικανίδα νοσοκόμα E. Cushman, εκπρόσωπος της Κοινωνίας των Εθνών[50].

Μέχρι το καλοκαίρι του 1921 οι εκπρόσωποι της ΚτΕ στην Κωνσταντινούπολη έκαναν λόγο για 2.300 χριστιανά παιδιά και γυναίκες που είχαν περισυλλεχθεί ενώ σύμφωνα με στοιχεία του Αρμενικού Πατριαρχείου εξακολουθούσαν να υπάρχουν 5.000 με 6.000 Αρμένια παιδιά ακόμη σε τουρκικές συνοικίες της πόλης[51].

Όλοι οι παραπάνω φορείς βρίσκονταν –λιγότερο ή περισσότερο- σε επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ τους διαμορφώνοντας ένα πολύπλοκο δίκτυο. Ωστόσο, όπως σημειώνει σε αναφορά του ο Dr. Kennedy τον Σεπτέμβρη του 1922, ήδη από τις αρχές του 1922 το Αρμενικό και το Ορθόδοξο Πατριαρχείο λειτουργούσαν πλέον μόνα τους αφού οι βρετανικές αρχές της συμμαχικής διοίκησης δεν ασχολούνταν πια ιδιαίτερα με το ζήτημα[52].

Το πρώτο διάστημα μετά την ανακωχή του Μούδρου καταγράφτηκαν πολλές περιπτώσεις επιστροφής χριστιανών παιδιών στις εθνοθρησκευτικές κοινότητες στις οποίες είχε αποδειχθεί ή εικαζόταν ότι ανήκαν. Η διάθεση νομιμοφροσύνης από πλευράς της οθωμανικής κυβέρνησης[53] και ο φόβος των μουσουλμάνων της Κωνσταντινούπολης για πιθανές κυρώσεις από τη συμμαχική διοίκηση συνέβαλαν σημαντικά προς αυτή την κατεύθυνση. Στην περίπτωση μάλιστα ενός Ιμβράμ Εφέντη στη συνοικία Ακ Σεράι, η 13χρονη Σοφία από την Πάνορμο που βρισκόταν στο σπίτι του ως υπηρέτρια («τη συγκαταθέσει της μητρός της»), «παραδόθηκε» στο Πατριαρχείο από τον ίδιο, από φόβο ότι θα μπορούσε να τον προδώσει ένας γνωστός του Τούρκος με τον οποίο «βρίσκεται εις εχθρότητα»[54].

Οι συχνές διαφωνίες για την εθνοθρησκευτική προέλευση των παιδιών και τα ρευστά κριτήρια ταυτοποίησης οδήγησαν από νωρίς  στη δημιουργία μιας δομής που διαχειριζόταν τέτοιες υποθέσεις, τα λεγόμενα ‘Σπίτια του Ουδετέρων’. Η δομή δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της βρετανικής αρμοστείας και του Αρμενικού Πατριαρχείου, υποστηριζόταν από την ΚτΕ και την Near East Relief και τελούσε υπό την προστασία της αγγλικής αστυνομίας, η οποία ήταν αρμόδια για την έκδοση ενταλμάτων μεταφοράς των παιδιών.[55] (εικόνες 2, 3)

Παρά το γεγονός ότι η διαδικασία αναγνώρισης περιλάμβανε την εξέταση/συνέντευξη των παιδιών από εκπροσώπους τόσο των διαφορετικών εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων (κυρίως των Αρμενίων και των Τούρκων), όσο και των συμμαχικών δυνάμεων (των Βρετανών) προκειμένου να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αντικειμενική, η επιβεβαίωση/αναγνώριση από τα παιδιά ότι ανήκαν στην τάδε ή την δείνα κοινότητα συναντούσε συχνά διάφορα προβλήματα.

Καταρχήν, σε αρκετές περιπτώσεις τα όρια ανάμεσα στη θρησκευτική και την εθνοτική/εθνική ταυτότητα δεν ήταν ευδιάκριτα για τα παιδιά, κυρίως τα μικρότερα σε ηλικία. Για παράδειγμα, για τα τουρκόφωνα παιδιά από την Καππαδοκία που δεν γνώριζαν ελληνικά, μόνον το όνομά τους μπορούσε να λειτουργήσει ως διαπιστευτήριο για το αν ανήκαν στην ελληνορθόδοξη ή την αρμένικη κοινότητα (και αυτό όχι πάντα). Δύο παραδείγματα από τις συνεντεύξεις με τα ‘ανακαλυφθέντα’ παιδιά και την καταγραφή του ιστορικού τους από τον υπεύθυνο εκπρόσωπο της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης είναι ενδεικτικά: η περίπτωση της 6χρονης Μαρίκας από το Νέβσεχιρ (Νεάπολη) της Καππαδοκίας, η οποία έγινε «αντιληπτή ως χριστιανή ενώ έπαιζεν» από έναν Ρωμιό κάτοικο της συνοικίας Μπεσίκτας στην Κωνσταντινούπολη και η περίπτωση μιας άλλης Μαρίκας, 15χρονης, από το Βαν η οποία ήταν είτε και από τους δύο γονείς της Αρμένια είτε παιδί από μεικτό γάμο χριστιανορθόδοξου με Αρμένια. Παρά την αμφιλεγόμενα στοιχεία, και τα δύο κορίτσια τελικά εντάχθηκαν σε δομές της ελληνορθόδοξης κοινότητας, γεγονός που υποδεικνύει τον ‘ζήλο’ των κοινοτικών αρχών να εντάξουν στο δυναμικό της κοινότητας όσα περισσότερα μέλη μπορούσαν ακόμα και αν υπήρχαν αρνητικές ενδείξεις .

Μερικά παιδιά δίσταζαν να αποκαλύψουν την πραγματική τους ταυτότητα υποκύπτοντας είτε στον εκφοβισμό από τις μουσουλμανικές οικογένειες, ότι μετά την ‘επιστροφή’ στην κοινότητα τους θα τοποθετούνταν σε πορνεία και θα έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης, είτε στις δωροδοκίες των μουσουλμάνων ‘γονιών’/ιδιοκτητών τους. Άλλα παιδιά δεν ήθελαν να υποστούν μια ακόμα αλλαγή περιβάλλοντος και αναστάτωση στην ήδη ταραγμένη ζωή τους. Η περίπτωση της 21χρονης Κατίνας από το Γκέιβες της Βιθυνίας, που το 1921 βρισκόταν ήδη 6 χρόνια στο σπίτι του αξιωματούχου του τουρκικού στρατού Σουκρού Μπέη είναι χαρακτηριστική: «ο Σουκρού Μπέης ως και η χανούμισσα αυτού την επεριποιούντο πάρα πολύ και δια τούτο μετά μεγάλης δυσκολίας απεσπάσθη»[56]. Σίγουρα και σε άλλες περιπτώσεις οι δεσμοί που δημιουργούνταν έσπαγαν το φράγμα της εκμετάλλευσης και αποκτούσαν θετικό συναισθηματικό πρόσιμο.

Επιπλέον, η ίδια η διαδικασία στην οποία υποβάλλονταν πολλά παιδιά να ανακαλέσουν πρώτες παιδικές μνήμες προκειμένου να διασαφηνιστεί ή να επιβεβαιωθεί η εθνοθρησκευτική τους προέλευση συνιστούσε συχνά βίαιη διαδικασία για παιδιά που ήταν ήδη ψυχικά ταλαιπωρημένα, γεγονός που θέτει το ζήτημα των ορίων και των αντιφάσεων στις πρακτικές της ανθρωπιστικής βοήθειας γηγενών και Δυτικών[57].

Οι έρευνες αναζήτησης παιδιών-θυμάτων του πολέμου σε τουρκικές οικογένειες ενίοτε συμπαρέσυραν και άλλες περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν αναγκαστικά σε αυτή την κατηγορία –ή εμπίπτουν έμμεσα- αλλά αναδεικνύουν πλευρές των διαθρησκευτικών έμφυλων σχέσεων στην ύστερη οθωμανική περίοδο. Με άλλα λόγια, οι κοινοτικές αρχές των ελληνορθόδοξων αποσπούν χριστιανά παιδιά και νεαρές από μουσουλμανικά σπίτια στα οποία βρίσκονταν για άλλους λόγους: στην περίπτωση του 10χρονου Νικόλα που ανακαλύφθηκε από την αγγλική αστυνομία, ο Τούρκος Μαχμούτ στο σπίτι του οποίου έμενε ήταν πατριός του, αφού η μητέρα του συζούσε μαζί του και είχε ασπασθεί το Ισλάμ[58]. Το ίδιο συνέβη και με την 13χρονη Ασπασία από τα Γιάννενα που ζούσε στο σπίτι του γιατρού Ριφάτ ο οποίος είχε παντρευτεί την μητέρα της, την οποία ωστόσο είχε αρχικά προσλάβει ως υπηρέτρια[59].

Πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της 20χρονης Θεανώς από το Λουλέ Μπουργκάζ που βρέθηκε στο σπίτι του Νουρή Μπέη, μουχτάρη της συνοικίας Ακ Σαράι Γιουσούφ Πασά, με τον οποίο συζούσε και είχε αποκτήσει παιδί. Από τα στοιχεία της δεν προκύπτει ότι ήταν παιδί-θύμα του πολέμου· εργαζόταν από το 1917-1918 σε εργοστάσιο στο Ζεϊτίν Μπουρνού και «ηγάπησε τον Νουρή Μπέη». Όταν την ανακάλυψαν οι Αρμένιοι και μεταφέρθηκε στα γραφεία της Αγγλικής Αρμοστείας «εδήλωσεν γραπτώς με πλήρην ελευθερίαν ενώπιόν μου [του ελληνορθόδοξου εκπροσώπου] ότι δεν θέλει να συζή εις το εξής μετά του Νουρή Μπέη». Τελικά, η νεαρή γυναίκα δραπέτευσε από το Πατριαρχείο όπου την είχαν αφήσει οι υπεύθυνες αρχές και η τύχη της αγνοούνταν[60]. Την απόδραση από το Άσυλο των Επαιτών στο Μπεσίκτας επέλεξε και η 15χρονη Πολυξένη από την περιοχή Γκέιβες της Βιθυνίας η οποία είχε δοθεί από τη θεία της σε τουρκικό σπίτι στην Κωνσταντινούπολη ως ψυχοκόρη-υπηρέτρια, μετά το θάνατο των γονιών της στη διάρκεια του πολέμου[61].

Αν και τελικά όλα αυτά τα παραδείγματα αναδεικνύουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την επίδραση του πολέμου στα παιδιά και την εκμετάλλευση κυρίως προς τα νεαρά κορίτσια και γυναίκες από τους μουσουλμάνους άντρες, υπάρχει ένα ακόμα ζήτημα που θέτουν, ιδίως τα τελευταία παραδείγματα: το ζήτημα της χάραξης προσωπικών στρατηγικών επιβίωσης.

Όπως έχουν υποστηρίξει κοινωνικοί επιστήμονες με πρόσφατες μελέτες τους για την επίδραση του πολέμου στην παιδική ηλικία, σε αντίθεση με τον κυρίαρχο λόγο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συχνά παρουσιάζει τα παιδιά ως ανυπεράσπιστα θύματα του πολέμου, τα παιδιά μπορούν και μέσα σε τέτοιες αντίξοες συνθήκες να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στον καθορισμό της πορείας τους[62]. Με άλλα λόγια, τα παιδιά χρειάζεται να ιδωθούν ως ικανά προς δράση υποκείμενα, που ακόμα και σε οριακές καταστάσεις, όπως είναι οι εμπόλεμες, χαράσσουν προσωπικές στρατηγικές επιβίωσης.

Εν είδει επιλόγου-συμπερασμάτων

Μέσα από τη μελέτη του ζητήματος των ελληνορθόδοξων παιδιών-θυμάτων του Α Παγκοσμίου και του Ελληνοτουρκικού πολέμου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και της εκστρατείας περισυλλογής τους από τουρκικά σπίτια και ιδρύματα στην Κωνσταντινούπολη το διάστημα 1919-1922, αναδεικνύονται τα εξής ζητήματα: οι πολιτικές της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης και του ελληνικού κράτους για τα παιδιά πρόσφυγες, με άξονα τη δημογραφική τόνωση του πληθυσμού και την προάσπιση-διαμόρφωση των εθνικών χαρακτηριστικών τους· η λειτουργία των εκπροσώπων της ελληνικής Ύπατης Αρμοστείας στην πόλη ως κυρίαρχης εθνικής αρχής των ελληνορθοδόξων. Τα όρια και οι αντιφάσεις της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τα παιδιά.

Εν τέλει αναδεικνύεται, κατά την άποψή μου, το σημαντικότατο θέμα της διαμόρφωσης προσωπικών επιλογών και στρατηγικών από τα παιδιά –στην προκειμένη περίπτωση- που αν και αποτελούν εξαιρέσεις, φωτίζουν πλευρές των ιστορικών υποκειμένων οι οποίες μένουν αόρατες όταν μελετάμε τη μεγάλη εικόνα. Αναφέρομαι σε εκείνες τις στιγμές της ιστοριογραφίας που το προσωπικό γίνεται πολιτικό και φωτίζει τα μεγάλα γεγονότα από αθέατες οπτικές που ωστόσο είναι σημαντικές για την κατανόηση των κοινωνιών του παρελθόντος.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Α. ΠΙΝΑΚΑΣ ιδρυμάτων ορφανών.

Ίδρυμα πριν το 1918 Ίδρυμα μετά το 1918 Αριθμός Ορφανών* Παρατηρήσεις
Εθνικό Ορφανοτροφείο Αρρένων Πριγκήπου Ε. Α. : 120

Αιλιανός: 820

Brown: 733

Οι δύο φορείς συνενώθηκαν το 1920. Οι αριθμοί που παραθέτει ο Αιλιανός και η Brown προφανώς αφορούν στην περίοδο μετά τη συνένωση.
Εθνική Στέγη Πριγκήπου (αγόρια) Ε.Α.: 520
Εθνικό Ορφανοτροφείο Θηλέων Χάλκης. Αιλιανός: 380

Brown: 305

Δεν είναι σαφές αν πρόκειται για την ίδια με την παρακάτω  δομή.
Εθνική Στέγη Χάλκης (κορίτσια) Ε.Α.: 431
Ορφανοτροφείο Παντειχίου Αιλιανός: 200

Brown: 300

Χρόνος: 160

Άσυλο ορφανών/ επαιτών ή Άσυλο/Ορφανοτροφείο Διπλοκιονίου (Μπεσίκτας) Αιλιανός: 48
Ορφανοτροφείο στο Αγιάζ Πασά Brown: 210
Ορφανοτροφείο Πέρα Αιλιανός: 220 Πιθανόν το ίδιο με το πιο πάνω.
Εφηβείο Φαναρίου Αιλιανός: 60
Κεντρικό Ίδρυμα Περιθάλψεως Μεταβατικός φορέας
Συνολικός αριθμός ορφανών 1920-1921: 1809-1938

Brown: 1548

 

*Με βάση: Ε.Α.= Ελληνική Αρμοστεία, ΙΔΑΥΕ, Ύπατη Αρμοστεία  1919, Φ. 5, Υποφ. 1, ‘Κατάστασις των εν Εθνική Στέγη Πριγκήπου ευρισκομένων ορφανών αλητών, 14 Φεβρουαρίου 1920’.

Αιλιανός= Μιχ. Αιλιανός, Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, Αθήνα, Υπουργείο Περιθάλψεως, 1921, σ. 236.

Brown= Anna Welles Brown, “Orphanages in Constantinople”, Clarence Richard Johnson (direction) Constantinople To-Day or the Pathfinder Survey of Constantinople, Νέα Υόρκη, The Macmillan Company, 1922, σ. 256 κάνει λόγο για ορφανά ελληνάκια.

 

Β. Εικόνες

  1. Εφημερίδα Χρόνος, 22 Απριλίου 1922.

 

  1. Έντυπα παράδοσης χριστιανών παιδιών που βρίσκονταν σε μουσουλμανικές οικίες και ιδρύματα, και εισαγωγής στο Σπίτι των Ουδετέρων. [LON R640/12/4631/23010, Femmes et enfants deportes en Turquie, Report of Commission by Dr Kennedy, 4/9/1922]

 

 


[1] Nazan Maksudyan, Ottoman Children and Youth during World War Ι, Νέα Υόρκη, Syracuse University Press, 2019, σ.8.

[2] ό.π. σ. 113.

[3] Στα ορφανοτροφεία που ιδρύθηκαν ιδίως στις ανατολικές επαρχίες εντάσσονταν όχι μόνον Αρμένια και άλλα χριστιανά παιδιά αλλά και παιδιά μη Τούρκοι μουσουλμάνοι-κυρίως Κούρδοι, προκειμένου να ‘εκπολιτιστούν’ και να εκτουρκιστούν. Keith David Watenpaugh, Bread from stones, the Middle East and the making of Modern Humanitarianism, Καλιφόρνια, University of California Press, 2015, σ. 144-145.

[4] Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός των Αρμένιων παιδιών που εξισλαμίστηκαν και εκτουρκίστηκαν κυμαίνεται μεταξύ των 100.000 και 200.000.  Ümit Kurt, “Cultural Erasure: The Absorption and Forced Conversion of Armenian Women and Children 1915-1916,” Études arméniennes contemporaines 7 (2016), s. 79, αναφέρεται στο Edita Gzoyan, Regina Kalustyan, Shushan Khachatryan, “Reclaiming children after the Armenian  Genocide: Neutral House in Istanbul” in Holocaust and Genocide Studies, Volume 33, Issue 3, (Winter 2019), σ. 397.

[5] Υπουργείο επί των Εξωτερικών, Οι ανθελληνικοί διωγμοί εν Τουρκία από της κηρύξεως του ευρωπαϊκού πολέμου (κατά τας επισήμους εκθέσεις των πρεσβειών και προξενικών αρχών), Αθήνα 1917, σ. 31.

[6] Uģur Ümit Üngör, “Orphans, converts and prostitutes: Social consequences of War and persecution in the Ottoman Empire, 1914-1923”, War in History 19 (2) (2012), σ. 183.

[7] Αρχείο Κ.Α.Α. Πάλλη/Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Οι καταδιώξεις του Πόντου 1919-1921. ‘Έκθεση της ελληνικής εκκλησίας της Νικομήδειας δια τους διωγμούς στην περιοχή, 20 Ιανουαρίου 1921’

[8] Με διαταγή του Ταλάτ Πασά καλούνταν οικογένειες μουσουλμάνων προκρίτων από επαρχίες που δεν υπήρχαν Αρμένιοι να υιοθετήσουν Αρμένια παιδιά αντί ενός μηνιαίου επιδόματος 30 σεντς. Uģur Ümit Üngör, ό.π., σ. 176.

[9] Τα αγόρια άνω των  12 χρονών δεν προτιμούνταν από τις οικογένειες καθώς θεωρούνταν αρκετά μεγάλα και επικίνδυνα. Maksudyan, Ottoman Children and Youth during World War Ι, σ. 28

[10] Ανθέμιον, Κοινότητα Σταυροδρομίου, ΜΙ 58. Σημειώσεις περί των Χριστιανοπαίδων των ανακαλυπτομένων εις τας τουρκικάς οικίας και ιδρύματα 18 Μαΐου 1921-12 Ιουλίου1922.

[11] Nazan Maksudyan, “Foster Daughter or Servant, Charity or Abuse: Beslemes in the Late Ottoman Empire”, Journal of Historical Sociology, Vol. 21 No.4 December 2008, σ. 488.

[12] Τη φιλανθρωπική διάσταση στην περισυλλογή χριστιανών παιδιών από μουσουλμάνους επικαλείται σε μερικές περιπτώσεις και η ελληνική πλευρά. Ενδεικτικά, Γιώργος Ανδρεάδης, Ταμάμα, η αγνοούμενη του Πόντου, Αθήνα, Εκδόσεις Γόρδιος, 2008. Mιχ. Ν. Ευκλείδης ιατρού, Το ημερολόγιόν μου ήτοι εντυπώσεις εκ του ανά τον Καύκασον και Μεσοποταμίαν στρατιωτικού μου βίου κατά τον Μέγαν Πόλεμον, Εν Ρεθύμνω, τύποις Γ. Γεωρβασάκι 1928, σ. 62.

[13] Nazan Μaksudyan, ό.π., σ. 489.

[14] Η παρομοίωση αυτή χρησιμοποιήθηκε και από την Eglatyne Jebb. Bruno Cabanes, The Great War and the origins of humanitarianism, 1918-1924,Κέμπριτζ, Cambridge University Press, 2014, σ. 251.

[15] ‘Δια τους μικρούς εθνομάρτυρας’, Χρόνος, 12 Αυγούστου1920. Για την έννοια του ‘εθνομάρτυρα’ στον 19ο αιώνα βλέπε Γιώργος Τζεδόπουλος, Εθνική Ομολογία και Συμβολική στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Οι Εθνομάρτυρες, Αθήνα, Ανάτυπο Μνήμων 24, 2002.

[16] Keith David Watenpaugh, Bread from stones, the Middle East and the making of Modern Humanitarianism, ό.π., σ. 128.

[17] ‘Δια τα ορφανά του έθνους΄, Χρόνος, 27 Οκτωβρίου 1920.

[18] Μιχ. Αιλιανός, Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, Αθήνα, Υπουργείο Περιθάλψεως, 1921, σ. 205.

[19] ΙΔΑΥΕ, Ύπατη Αρμοστεία, Φ. 5, Υποφ. 1, 1919. Έκθεση προς τον Έλληνα Ύπατο Αρμοστή Κανελλόπουλο σχετικά με την Εθνική Στέγη Αρρένων στην Πρίγκηπο και την Εθνική Στέγη στη Χάλκη. Κων/πολει ,18/2/1920.

[20] ΙΔΑΥΕ, Ύπατη Αρμοστεία, Φ. 5,Υποφ. 1, 1919, Συνοπτική Έκθεσις επί των πεπραγμένων υπό της Αποστολής του Ελλ. Ερυθρού Σταυρού εν Κων/πολει, 3 Αυγούστου 1919. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 14 Μαρτίου 1920. Σύμφωνα με το ίδιο φύλλο της εφημερίδας, το διάστημα 20/11/1918-31/12/1919 πάνω από 85.750 ασθενείς δέχτηκαν είτε ιατροφαρμακευτική είτε υλικοτεχνική βοήθεια

[21] Claflin Davis, “The Refuge situation in Constantinople” in Clarence Richard Johnson (direction) Constantinople To-Day or the Pathfinder Survey of Constantinople, Νέα Υόρκη, The Macmillan Company, 1922, σ. 205-206.

[22] Εκκλησιαστική Αλήθεια, 3 Απριλίου 1921.

[23] Η Νοεμή Ζωηρού, κόρη του αυτοκρατορικού γιατρού Αλέξανδρου Ζωηρού Πασά, ήταν ενεργό μέλος της «Εν Σταυροδρομίω Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κυριών» και πρόεδρος της Επιτροπής Δεσποινίδων στο Πέρα. Νοεμή Ζωηρού, «Τα Ορφανά της Παναγίας», στο Ημερολόγιον των Εθνικών και Φιλανθρωπικών Καταστημάτων 1907, Κωνσταντινούπολη 1906, σ. 224-230.

[24] Συγκεκριμένα, ήταν υπεύθυνη της πατριαρχικής επιτροπής τήρησης των στατιστικών δεδομένων των ορφανοτροφείων και των τροφίμων τους το 1921. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 12 Ιουνίου 1921.

[25] Στέφανος Παπαδόπουλος, Αναμνήσεις από την Πόλη, Αθήνα, Έκδοση Σωματείου Ελλήνων Υπηκόων Απελαθέντων εκ Τουρκίας, 1978, σ. 59.

[26] ‘Οι μικροί αλήται’, Χρόνος 3 Νοεμβρίου 1920.

[27]Ανθέμιον, Κοινότητα Σταυροδρομίου, ΜΙ 58. Σημειώσεις περί των Χριστιανοπαίδων των ανακαλυπτομένων εις τας τουρκικάς οικίας και ιδρύματα, 13η περίπτωση, όπου η Νοεμή Ζωηρού αναφέρεται ως υπεύθυνη για τις εισαγωγές παιδιών στο ίδρυμα.

[28] Τα μέλη της ήταν τα εξής: οι Μητροπολίτες Νεοκαισάρειας και Χαλδίας, ο Ν. Φερμάνογλουυ, ο Μ. Κωσταντινίδης και ο ιεροδιάκονος Μάξιμος. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 11 Δεκεμβρίου 1921.

[29] Μιχ. Αιλιανός, Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, σ. 99, 361-365. Foti Benlisoy, “Tehcir Edilmiş Rum Ahalinin İdesi”, στο Tarih ve Toplum 234, June 2003, σ. 21-31.

[30] Ως αποτέλεσμα του μεγάλου προσφυγικού ζητήματος που αντιμετώπιζε το ελληνικό κράτος ήδη από τους βαλκανικούς πολέμους, το 1917 ιδρύθηκε ένα καινούργιο υπουργείο, το Υπουργείο Περιθάλψεως. Πρόκειται για μετεξέλιξη της «Κεντρικής Επιτροπής προς περίθαλψιν και εγκατάστασιν των εν Μακεδονία εποίκων ομογενών», που είχε ιδρυθεί στη Θεσσαλονίκη το 1914, και της Ανώτατης Διεύθυνσης Περιθάλψεως που διαδέχτηκε την επιτροπή το 1916 με πρωτοβουλία του ‘κράτους της Θεσσαλονίκης’. Το Υπουργείο Περιθάλψεως θα μετεξελιχθεί σε Υπουργείο Πρόνοιας που υφίσταται μέχρι σήμερα.. Στο διάστημα 1919-1921 το Υπουργείο ίδρυσε ορφανοτροφεία σε διάφορα σημεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (στην Ανατολική Μακεδονία, την Θράκη και τον Πόντο, στην περιφέρεια Αϊδινίου και στη Σμύρνη), Η Περίθαλψη των Προσφύγων 1917-1920, Αθήνα, Υπουργείο Περιθάλψεως, 1920, σ. 7-9, 12-13.

[31] Συγκεκριμένα, στην οδό Σακήζ Αγάτς, στο Πέρα. Η πληροφορία προκύπτει από επιστολόχαρτο του Κεντρικού Ιδρύματος. Ανθέμιον, 65 Ζ148, Αλληλογραφία Κεντρικής Εφορείας Πέρα, 1914-1919, Επιστολή Κεντρικού Ιδρύματος Περιθάλψεως προς το προεδρείο της Αδελφότητος ‘Τα Ορφανά της Παναγίας’, 23 Οκτωβρίου1919 .

[32] Μιχ. Αιλιανός, Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, σ. 235-236. Το ίδρυμα διοικούνταν από συμβούλιο το οποίο όριζε το ελληνικό κράτος. Από επιστολή του Εθνικού Συμβουλίου των Ελληνίδων Γυναικών προς το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών προκύπτει ότι στα τέλη  του 1920 πρόεδρος του συμβουλίου ήταν ο ελληνορθόδοξος γιατρός Θησέας Παπαδόπουλος. ΙΑΥΕ, ΚτΕ 1921, 1.1, 13 Δεκεμβρίου 1920.

[33] Στο φύλλο της εφημερίδας Χρόνος της 12ης Αυγούστου 1920 αναφέρεται μια ακόμα Εθνική Στέγη στο Παντείχιο, που φιλοξενεί 150 παιδιά πρόσφυγες μέχρι αυτά να εγκατασταθούν στο εκεί ορφανοτροφείο. Ίσως επομένως να επρόκειτο για έκτακτες δομές-σπίτια.

[34] Ανθέμιον, 65 Ζ148, Αλληλογραφία Κεντρικής Εφορείας Πέρα, 1914-1919. Επιστολή Κεντρικού Ιδρύματος Περιθάλψεως στην Κωνσταντινούπολη προς την αδελφότητα  Ορφανά Παναγίας Πέρα, 23 Οκτωβρίου 1919.

[35] ΙΔΑΥΕ, Ύπατη Αρμοστεία  1919, Φ. 5, Υποφ. 1, ‘Κατάστασις των εν Εθνική Στέγη Πριγκήπου ευρισκομένων ορφανών αλητών, 14 Φεβρουαρίου 1920’.

[36] Σε αρκετές περιπτώσεις, οι κακουχίες είχαν αφήσει ευδιάκριτα σημάδια στα σώματα των παιδιών: παιδιά ημικωφάλαλα, ακρωτηριασμένα (μονόπους), με δυσεντερία.

[37] Τα περισσότερα παιδιά προέρχονταν από περιοχές στην Ανατολική Θράκη και τα κοντινά μικρασιατικά παράλια (Χιλή: 4, Μουδανιά: 1, Ισμίτ: 1, Μαρμαρίς: 1, Πάνορμος: 1, Μάδυτος: 1, Λουλέ Μπουργκάζ: 1, Γανοχώρι: 1, Χερσόνησος Κυζίκου: Πέραμος:4, Μηχανιώνα: 1, Σαμάκοβο: 1), κάποια από την Κωνσταντινούπολη (Εδιρνέ Καπού: 1, Ταρλάμπασι: 1, Μπουγιούκ Ντερέ: 1, Ορτάκιοϊ:1), τη Μαύρη Θάλασσα ( Κερασούντα: 1, Τραπεζούντα: 1) και την Καππαδοκία (Προκόπι:1, Νίγδη: 2). Σε 7 περιπτώσεις ήταν δυσανάγνωστος ο τόπος προέλευσης.

[38] Οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται στο πρωτότυπο.

[39] Αναλυτικά για τους τόπους καταγωγής: Βορειοδυτική Μικρά Ασία (Καλλίπολη, Πάνορμος, Γκέιβες Βιθυνίας, Προύσα): 11. Ανατολική Θράκη (Λουλέ Μπουργκάζ, Ουζούν Κοπρού, Γάνος): 3. Δυτικά μικρασιατικά παράλια (Καρσιακά Σμύρνης, Αϊδίνι): 2. Τραπεζούντα: 1. Ανατολία (Ικόνιο, Νεβσεχίρ, Μουταλάσκη): 3. Καρσαντί Αδάνων: 1. Βαν: 1.

[40] Ανθέμιον, Κοινότητα Σταυροδρομίου, ΜΙ 58. Σημειώσεις περί των Χριστιανοπαίδων των ανακαλυπτομένων εις τας τουρκικάς οικίας και ιδρύματα 18 Μαΐου 1921-12 Ιουλίου 1922. Οι σημειώσεις είναι ανυπόγραφες και δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο που να επιτρέπει την ταυτοποίηση του συντάκτη. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για ενεργό μέλος-λαϊκό εκπρόσωπο της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, πιθανόν του Σταυροδρομίου.

[41] Χρόνος, 10 Ιουλίου 1922. Σε φύλλο της ίδιας εφημερίδας του προηγούμενου Δεκεμβρίου  (3/12/1921) αναδημοσιευόταν ανακοίνωση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών που καλούσε τις βουλγαρικές δημοτικές αρχές να περισυλλέξουν και να παραδώσουν όλα τα ελληνορθόδοξα αγόρια που κρατούνταν σε βουλγαρικές οικίες.

[42] Επίσης, αναφέρεται ότι ο Πατριάρχης Μελέτιος είχε διαθέσει τα κτήρια των σχολείων Ζωγράφειο και Ζάππειο για να φιλοξενήσουν όσα από αυτά τα παιδιά έφταναν στην Κωνσταντινούπολη. LON, R640/12/4631/30066, Deported Women and Children in Turkey, Narrative report to Dr. Kennedy of Miss Mills, Constantinopolis, May 26 1923. Εδώ αναφέρεται επίσης ότι ο Πατριάρχης Μελέτιος είχε διαθέσει τα κτήρια των σχολείων Ζωγράφειο και Ζάππειο για να φιλοξενήσουν όσα από αυτά τα παιδιά έφταναν στην Κωνσταντινούπολη.

[43] LON, R/1647/41/6495/10526, Treaty of Sevres.

[44] Πληροφορίες για τους φορείς παροχής βοήθειας παρατίθενται στην αναφορά του Dr. Kennedy. LON, R638/12/4631/15100, Commission on deported women and children in Turkey, interim report of Dr. Kennedy, summer 1921.

[45] Edita Gzoyan, Regina Kalustyan, Shushan Khachatryan, ‘Reclaiming children after the Armenian  Genocide: Neutral House in Istanbul’, σ.398

[46] Ο Μιχαήλ Θεοτοκάς, πατέρας του λογοτέχνη, ήταν δικηγόρος και νομικός σύμβουλος του Πατριαρχείου και υπήρξε ο νομικός εμπειρογνώμονας της ελληνικής αντιπροσωπείας στο συνέδριο της Λοζάνης. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Δύο βήματα μπρος ένα πίσω, 8 +1 πολυτάραχες δεκαετίες, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2020, σ. 38-41. Alexandris, p.96

[47] Αλέξανδρος Πάλλης, Ξενητεμένοι Έλληνες, Αυτοβιογραφικό Χρονικό, Αθήνα, 1954, σ. 174.

[48] High Commission for Refugees με πρόεδρο τον Fridtjof Nansen. The Great War and the origins of humanitarianism, 1918-1924 , σ. 14-15.

[49] Η ίδια απόφαση προέβλεπε και τη δημιουργία παραρτημάτων αυτής της επιτροπής στις οθωμανικές επαρχίες. LON, R1647/41/6495/10526, Formation of Mixed Commissions under the League of Nations for the protection of minorities in Turkey.

[50] Η συγκεκριμένη επιτροπή ωστόσο ήταν υποστελεχωμένη – μέχρι το καλοκαίρι του 1921 ήταν σε αναμονή του Γάλλου εκπροσώπου.  LON, R/638/12/4631/15100, Work of the Commission on the Inquiry with regard to the deportation of women and children in Turkey and adjacent countries, Note by the Secretary General, Geneva August 25th 1921.

[51] LON, R/638/12/4631/15100, Work of the Commission on the Inquiry with regard to the deportation of women and children in Turkey and adjacent countries, Note by the Secretary General, Geneva August 25th 1921.

[52] Χαρακτηριστικά, ο Dr. Kennedy αναφέρει ότι «The British High commission continued to address occasional requests to the Allied police control for the rescue of such women and children but the Armenian and Greek Patriarchates in view of the fact that the British authorities appeared to disinterest themselves in such matters, hesitated to make applications to them, except in very urgent cases and only sixty rescues have been effected since the beginning of the year, although the Patriarchates have knowledge of hundreds of cases». LON R640/12/4631/23010, Femmes et enfants deportéw en Turquie: Memorandum of the Secretary General on Deportation of Women and Children in Turkey and neighboring countries, Genève 4/9/1922

[53] Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης εξέδιδε και απέστελλε στις επαρχίες εντολές απελευθέρωσης των χριστιανών παιδιών που βρίσκονταν σε μουσουλμανικά σπίτια. Maksudyan Nazan, Ottoman Children and Youth during World War Ι, σ.103. Lerna Ekmekcioglu, “A Climate of abduction, a climate for redemption: the politics of inclusion during and after the genocide”, Comparative studies in History and Society 2013; 55 (3), σ. 533.

[54] Ανθέμιον, Κοινότητα Σταυροδρομίου, ΜΙ 58. Σημειώσεις περί των Χριστιανοπαίδων των ανακαλυπτομένων εις τας τουρκικάς οικίας και ιδρύματα, 3η περίπτωση.

[55] Maksudyan, Ottoman Children and Youth during World War Ι, σ. 117. Edita Gzoyan, Regina Kalustyan, Shushan Khachatryan, ‘Reclaiming children after the Armenian  Genocide: Neutral House in Istanbul’, σ. 398.

[56]Ανθέμιον, Κοινότητα Σταυροδρομίου, ΜΙ 58. Σημειώσεις περί των Χριστιανοπαίδων των ανακαλυπτομένων εις τας τουρκικάς οικίας και ιδρύματα, 4η περίπτωση.

[57] Nazan Maksudyan, Ottoman Children and Youth during World War Ι, σ. 121.

[58] Ανθέμιον, Κοινότητα Σταυροδρομίου, ΜΙ 58. Σημειώσεις περί των Χριστιανοπαίδων των ανακαλυπτομένων εις τας τουρκικάς οικίας και ιδρύματα, 1η περίπτωση.

[59] ό.π. 2η περίπτωση.

[60] ό.π. 6η περίπτωση.

[61] ό.π.15η περίπτωση

[62] Riki Van Boeschoten και Loring M. Danforth, Παιδιά του Ελληνικού εμφυλίου, Πρόσφυγες και πολιτική της μνήμης, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2015. Boyden Jo και Joanna de Berry, Children and Youth on the Front Line. Ethnography, armed conflict and Displacement, Οξφόρδη και Νέα Υόρκη, Bergham Books, 2004. Catherine Panter-Brick και Malcolm T. Smith (επιμ.), Abandoned Children, Καίμπριτζ, Cambridge University Press, 2000.

Η Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1994-1999) και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Οθωμανική και Τουρκική Ιστορία στο τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου (2004). Το 2014 υποστήριξε τη διδακτορική της διατριβή στο τμήμα Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου (θέμα: Η Ρωμαίικη Μειονότητα της Κωνσταντινούπολης στον Μεσοπόλεμο: κοινοτική συγκρότηση, ιδεολογία και η οριοθέτησή της στο τουρκικό εθνικό περιβάλλον. Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Σ. Αναγνωστοπούλου). Τον Ιούλιο του 2020 έγινε δεκτή ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο ίδιο τμήμα του Παντείου Πανεπιστημίου. Το θέμα της μεταδιδακτορικής της έρευνας αφορά στα ορφανά παιδιά-πρόσφυγες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (με έμφαση στην Κωνσταντινούπολη) κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το 1922 (επιβλέπων καθηγητής: Α. Λυμπεράτος). Συμμετέχει ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο ερευνητικό πρόγραμμα Διακοινοτικές Μουσικές Γεωγραφίες της Κωνσταντινούπολης στην ύστερη Οθωμανική περίοδο (InterMusiG) που διεξάγει το εργαστήριο Εθνομουσικολογίας και Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο παρελθόν έχει συμμετάσχει στα εξής ερευνητικά προγράμματα: «Μετανάστευση των ελληνορθόδοξων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις Η.Π.Α., τέλη 19ου αιώνα-Α Παγκόσμιος Πόλεμος» (επιστημονική υπεύθυνος: Σία Αναγνωστοπούλου), στα πλαίσια του έργου «Πυθαγόρας ΙΙ-Ενίσχυση Ερευνητικών Ομάδων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο». «Gender and Inter-religious relations in South Eastern Europe and the Eastern Mediterranean (19th-20th centuries), École Française d’Athènes-Τμήμα Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (συντονιστές: Τάσος Αναστασιάδης και Έφη Κάννερ).

Από το 2009 εργάζεται ως φιλόλογος στο Γυμνάσιο και το Λύκειο της Σχολής Μωραΐτη και συντονίζει το μάθημα της Ιστορίας στο Γυμνάσιο. Έχει παρακολουθήσει και συμμετάσχει σε διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα σχετικά με τη διδασκαλία της Ιστορίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.