Research Centre for the Humanities (RCH)
EN / ΕΛ
Research Centre for the Humanities (RCH)

The Study of the Human Past

«Ένα Περιβάλλον σε Μετάβαση: Τα τενάγη των Φιλίππων και η αποξήρανσή τους, 1913-1940»

Βλάχος Γιώργος Λ.

ΈρευναΗμερίδαΑποτελέσματα ΈρευναςΣύντομο Βιογραφικό

Συνοπτική Περιγραφή της Έρευνας

Tο έργο θα εξετάσει την περιβαλλοντική ιστορία των τεναγών των Φιλίππων, ενός συστήματος βάλτων και υγροτόπων που βρισκόταν στην Ανατολική Μακεδονία και θα εστιάσει στην αποξήρανση που μετέτρεψε τα τενάγη σε αγροτική γη. Η βασική επιδίωξη του έργου έγκειται στο να αναγνωριστούν οι κοινωνικές επιπτώσεις που αυτή η αποξήρανση είχε στην εθνική και οικονομική ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον κορμό του ελληνικού έθνους-κράτους.

Τα τενάγη των Φιλίππων κάλυπταν το νοτιότερο τμήμα της πεδιάδας της Δράμας και είχαν έκταση που συχνά έφτανε τα 35 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας, έγιναν συχνά αντικείμενο παραπόνων από τους κρατικούς γεωπόνους (νομογεωπόνους) που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά από προτροπή ή ανάθεση από το ελληνικό κράτος στην περιοχή με σκοπό την επίβλεψη της εντατικοποίησης του γεωργικού εκσυγχρονισμού. Οι σκέψεις για την αποξήρανσή των τεναγών εμφανίστηκαν αμέσως μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας, ωστόσο, η έλλειψη διαθέσιμου κεφαλαίου εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης καθώς και οι επισφαλείς διεθνείς διπλωματικές συνθήκες από το 1913 έως το 1922 ανέβαλαν κάθε σοβαρή ενέργεια για την υλοποίηση ενός τέτοιου έργου. Η στάση άλλαξε γρήγορα με τη Συνθήκη της Λωζάννης και τη μαζική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, όταν κατέστη σαφές ότι η διαθέσιμη αρόσιμη γη δεν ήταν αρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες εποικισμού και διαβίωσης των Ορθοδόξων προσφύγων της Μικράς Ασίας, πολύ μεγάλο μέρος των οποίων κατέληξε στην Μακεδονία. Τα αρχικά δημόσια έργα στα τενάγη έλαβαν χώρα μόνο στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’30, στα πλαίσια του προγράμματος γεωργικού εκσυγχρονισμού της κυβέρνησης Βενιζέλου. Η αποξήρανση των τεναγών πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία Monks-Ulen, που ήταν ήδη γνωστή στην ελληνική κυβέρνηση για προηγούμενα έργα υποδομής που είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας. Όταν τελικά τα έργα ολοκληρώθηκαν, τα αποξηραμένα τενάγη των Φιλίππων απέφερεαν στο κράτος νέες εκτάσεις που διανεμήθηκαν τόσο στους Ορθόδοξους πρόσφυγες όσο και στους γηγενείς Μακεδόνες.

Σε αυτά τα ιστορικά πλαίσια, το έργο αυτό δεν θα εξετάσει την αποξήρανση των τεναγών των Φιλίππων απλά ως ένα έργο υδραυλικής μηχανικής αλλά και ως μία διαδικασία κοινωνικής μηχανικής. Αυτό συνεπάγεται ότι θα διερευνήσει το θέμα ως μιας πλατφόρμα πάνω στην οποία συνυφάνθησαν οι έννοιες της οικονομίας, του εθνικισμού και του εκσυγχρονισμού. Τελικός σκοπός της θα είναι να διερευνηθεί αν η αποξήρανση των τεναγών έγινε στα πλάισια επικοιστικών πολιτικών που αποσκοπούσαν στην εδαφική διασφάλιση της Μακεδονίας και την ανάδειξη της ως αναπόσπαστου μέρους του ελληνικού κράτους μέσω ενός περιβαλλοντικού έργου που εμπέδωσε την οκονομική επικράτηση των προσφυγικών πληθυσμών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή.

Workshop
Five Glimpses into the Environmental History of Modern Greece

January 26, 2022

11:00 AM

Due to the epidemiological situation the workshop will be held online.

Registration link: https://us06web.zoom.us/webinar/register/WN_8mA2YFH_Ssu5XqOdigTvFg?fbclid=IwAR1JdtrjP9xC6Au3VH7z4dXeYiB1qSW56tvbNgr4G2Jf6mtAT_YcvlbOFlQ

This workshop is part of the project ”An Environment in Transition: The Philippoi marshes and their land-reclamation, 1913-1940” funded by the Research Centre for the Humanities (RCH) for the year 2021.


Program

Welcome & Introduction: Dr Despoina Valatsou (Research Centre for the Humanities, Athens School of Fine Arts)

11:00-11:20 Dimitris Glistras: “At the mercy of a miserable ditch named Kifisos”: The changing perceptions of the natural environment and the contest with nature through the history of Athens’ main river

11:20-11:40 Dilek Özkan: Mountains, Rivers and Seas: The Nature of the Ottoman-Greek Borders (1832-1912)

11:40-12:00 George L. Vlachos: An Environment in Transition: The Philippoi marshes and their land-reclamation (1913-1940)

12:00-12:30 Coffee Break

12:30-12:50 Giorgos A. Kostopoulos, losif Botetzagias: The “War on goats”: forestry, husbandry and politics in early modern Greece

12:50-13:10 Christos Karampatsos, Spyros Tzokas, Giorgos Velegrakis, Gelina Harlaftis: Is There Oil in Greece? – Oil Exploration and Scientific Conflict during the First Years of the Greek Geological Survey (1917-1925)


Conference Program (PNG)

Conference Poster (PNG)

Έρευνα: «Ένα Περιβάλλον σε Μετάβαση: Τα τενάγη των Φιλίππων και η αποξήρανσή τους, 1913-1940»

Ερευνητής: Δρ. Γιώργος Λ. Βλάχος

Η έρευνα «Ένα Περιβάλλον σε Μετάβαση: Τα τενάγη των Φιλίππων και η αποξήρανσή τους, 1913-1940» χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2021.

Εισαγωγή

Τα τενάγη των Φιλίππων ήταν ένα αρχέγονο οικοσύστημα, στρυμωγμένο ανάμεσα στο Παγγάιο από τη δύση, το όρος Σύμβολο από τα νότια και τα όρη Λεκάνης (ή Τσαλ-νταγ κατά τους Οθωμανούς) από ανατολικά. Σε αντίθεση με την αδιαφορία που οι αρχαίοι συγγραφείς επέδειξαν για τα φυσικά τους οικοσυστήματα, τα τενάγη της πεδιάδας των Φιλίππων έτυχαν κάποιας αναγνωρισημότητας. Ο λόγος δεν ήταν κάποιος καινοφανής ενθουσιασμός για το περιβάλλον, αλλά το γεγονός ότι στην πεδιάδα αυτή διαδραματίστηκε ένα από τα πιο τραυματικά γεγονότα της ρωμαϊκής ιστορίας: Η μάχη –ή καλύτερα μάχες- των Φιλίππων (43 και 42 π.Χ.), τελευταία πράξη ενός εμφυλίου πολέμου ο οποίος εκκίνησε μία αλυσίδα γεγονότων που θα οδηγούσε στην κατάληψη της εξουσίας από τον Οκταβιανό Αύγουστο λίγα χρόνια μετά. Το περιβάλλον μάλιστα που περιγράφουν οι αρχαίοι Ρωμαίοι συγγραφείς ταιριάζει εξαιρετικά με αυτό που συναντάμε τον 20ό αιώνα, ενός δηλαδή κατάφυτου βάλτου, ο οποίος τελικά σώζει την ζωή του νερού Οκταβιανού όταν η πτέρυγά ο διοικούσε στην διάρκεια της μάχης καταρρέει και ο ίδιος βρίσκει καταφύγιο στους πυκνούς καλαμιώνες των τεναγών.[1]

Η διαχρονία των τεναγών των Φιλίππων ενέχει ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον γιατί υπονοεί την συνεχόμενη αλληλεπίδραση των ανθρώπινων κοινοτήτων με τα τενάγη. Η αλληλεπίδραση αυτή είναι ακριβώς το περιεχόμενο της ακόλουθης περιβαλλοντικής ιστορικής αφήγησης. Χωρίς να υποτιμάται η προνεοτερική και πρώιμη νεωτερική ιστορία τους, η μελέτη αυτή θα παρουσιάσει στοιχεία που αφορούν στην νεότερη και τελική φάση των τεναγών των Φιλίππων, ξεκινώντας από την ύστερη οθωμανική περίοδο και φτάνοντας μέχρι την οριστική αποξήρανση τους που ολοκληρώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Στην πορεία αυτή, το άρθρο θα κινηθεί σε τρεις άξονες που ανταποκρίνονται στις φάσεις των τελικών σταδίων της ύπαρξης των τεναγών. Η πρώτη αφορά στην σχέση του συγκεκριμένου οικοσυστήματος με τις γύρω κοινότητές του. Η δεύτερη δίνει έμφαση στην πορεία προς τα έργα και τις παρασκηνιακές διεργασίες που οδήγησαν σε αυτά. Τέλος, το τρίτο κομμάτι του άρθρου θα εστιάσει στην συζήτηση που δημιουργήθηκε μετά την αποστράγγιση των τεναγών σε σχέση με τις επιλογές του κράτους στην διαχείριση των αποξηραμένων γαιών.

Το οικοσύστημα των τεναγών: Μία περιγραφή και μία μετάβαση που δεν έγινε

Σε αντίθεση με τη λίμνη των Γιαννιτσών (ή βάλτο των Γιαννιτσών) και την λίμνη Αχινού ή Ταχινού, που δέσποζαν, η μία στην ομώνυμη πεδιάδα και η άλλη στην πεδιάδα των Σερρών, τα τενάγη των Φιλίππων δεν έτυχαν κάποιας ιδιαίτερης αναγνώρισης από τους περιηγητές που κατέγραψαν την οθωμανική Μακεδονία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Περιδιαβαίνοντας την περιοχή, ο Leake εστιάζει στην μάχη των Φιλίππων, ο Heuzey δίνει μία λεπτομερή αναφορά αρχαιολογικής φύσεως ενώ ο Isambert αναμιγνύει τις προηγούμενες αφηγήσεις προσθέτοντας κάποιες επιπλέον γεωγραφικές πληροφορίες.[2] Με μεγάλη διαφορά, η πιο διαφωτιστική αλληλεπίδραση ευρωπαίου περιηγητή με τα τενάγη έρχεται από τον Espirit Marie Cousinéry. Το 1831, ο Γάλλος πρώην διπλωμάτης εκδίδει την πολύτομη σειρά οδοιπορικών που συνέγραψε κατά την διάρκεια των θητειών του ως πρόξενος και πρέσβης στα Βαλκάνια στα τέλη του 18ου αιώνα, η οποία καλύπτει την διαδρομή από την Θεσσαλονίκη στην Καβάλα. Αν και σε αυτές του τις εξορμήσεις τα τενάγη δεν περιγράφονται διαλεκτικά, ο Cousinéry μας παρέχει την μοναδική ίσως  μακροσκοπική απεικόνιση των τεναγών των Φιλίππων με τη μορφή μίας λιθογραφίας η οποία απαθανατίζει μεγάλο τμήμα τους, ειδομένο μάλλον από τον χώρο της ακρόπολης των Φιλίππων [Εικ.1].[3]

Αντίστοιχη αδιαφορία με αυτή των Ευρωπαίων έδειξαν και οι Έλληνες περιηγητές, σε σημείο που καθίσταται δύσκολη η ταυτοποίηση του συγκεκριμένου οικοσυστήματος, αφού ο όρος «τενάγη των Φιλίππων» δεν καθιερώθηκε παρά μετά την ελληνική κατάκτηση ενώ οι ντόπιοι τα αποκαλούσαν απλά «Βάλτα». Οι Έλληνες ταξιδιώτες ως επί το πλείστο επιδόθηκαν είτε σε μία αλυτρωτικού τύπου αφήγηση που είχε ως σκοπό την αναμόχλευση των εθνικιστικών θυμικών των Ελλήνων πολιτών,[4] είτε σε πολύ πιο γειωμένα οδοιπορικά κατασκοπικής αξίας. Σε δύο από αυτά, ο Νικόλας Σχινάς, ταγματάρχης του Ελληνικού στρατού και ο Ζώτος Μολοσσός, «φιλόσοφος, αγωνιστής, Ιππότης και περιηγητής της Ευρώπης και της Ασίας» –όπως αυτοσυστήνεται ο ίδιος- αναφέρονται φευγαλέα στα τενάγη των Φιλίππων με διαφορετικές όμως ονομασίες. Ο Σχινάς τα αναφέρει ως «τα έλη της Δράμας» ενώ ο Μολοσσός ως «λίμνη των Φιλίππων» γεγονός που υποδεικνύει μία κάποια αδιοαφορία γιας την ύπαρξή τους.[5] Η σύγχυση παρατείνεται και από τους χάρτες της εποχής, όπου τα τενάγη απεικονίζονται είτε ως «Λίμνη Πραβίου» είτε, στα τούρκικα ως Bereketli Gül (Λίμνη Αφθονία), από το ομώνυμο χωριό στις ανατολικές όχθες των τεναγών, το όνομα του οποίου ελληνοποιήθηκε ως Δάτο.

Όπως και να αποκαλούνταν όμως τα τενάγη των Φιλίππων κατελάμβαναν σχεδόν ολόκληρο το νότιο τμήμα της πεδιάδας της Δράμας η οποία κάλυπτε περίπου 350 χιλιάδες στρέμματα. Επρόκειτο για ένα σύστημα ελών και λιμναζόντων υδάτων που εκτείνονταν σε κάτι λιγότερο από το ένα τρίτο της δραμινής πεδιάδες, καλύπτοντας 90-95 χιλιάδες στρέμματα. Η ακριβής τους θέση ήταν στην έκταση που παρεμβαλλόταν ανάμεσα στους οικισμούς Πράβι (σημερινή Ελευθερούπολη), Μποσινός (σημερινός Καλαμώνας Δράμας), Bereketli (σημερινό Δάτο), και Κρηνίδες.[6] Τα τενάγη των Φιλίππων αποτελούσαν την λεκάνη απορροής του ποταμού Αγγίτη ο οποίος ξεκινούσε από υπόγειες πηγές βόρεια της πόλης της Δράμας και ο οποίος τροφοδοτούνταν επιπλέον από πολλούς χειμάρρους οι οποίοι φούσκωναν λόγω των συχνών και μεγάλων βροχοπτώσεων. Πυκνοί καλαμιώνες είχαν καταλάβει το κέντρο των μόνιμων ελών, ενώ η γύρω περιοχή, ιδιαίτερα επιρρεπής σε πλημμύρες, ήταν μία ανοικτή και μάλλον γυμνή πεδιάδα.[7] Ανεξάρτητα από το δύσβατο του περιβάλλοντος, τα τενάγη υπήρξαν χώρος οικονομικής δραστηριότητας ο οποίος -σε πείσμα της αφήγησης που περιγράφει τα έλη σαν άχρηστο ή νεκρό χώρο- δεν πρέπει να υποτιμάται.[8] Το περιβάλλον των τεναγών με τα φυσικά χαρακτηριστικά που το διέκριναν καθόριζε την οικονομική αλληλεπίδραση που είχαν οι γύρω κοινότητες  με αυτό. Είναι επομένως σημαντικό να διακινδυνευθεί μία απόπειρα αναγνώρισης των δραστηριοτήτων που λάμβαναν χώρα με επίκεντρο τα τενάγη των Φιλίππων.

Η συνεχόμενη παρουσία νερού στα τενάγη σήμαινε πρακτικά ότι οι όμοροι οικισμοί είχαν αφθονία τρεχούμενου από πηγές που τα τροφοδοτούσαν, θεμελιώδες στοιχείο για την ανάπτυξη συγκεκριμένων βιοτεχνιών. Έτσι μαθαίνουμε ότι στο Πράβι, για παράδειγμα, ευδοκιμούσαν κατά την οθωμανική περίοδο μονάδες βυρσοδεψίας και κατεργασίας δερμάτων οι οποίες χρειάζονταν τρεχούμενο νερό για την απομάκρυνση των ζωικών υπολειμμάτων καθώς και ένα πλήθος νερόμυλων, ικανοί να αλέσουν «300 οκάδας [σίτου] ημερισίως».[9] Στοιχειοθετείται ακόμα και έντονη κτηνοτροφική δραστηριότητα στις ανοικτές πεδιάδες γύρω από τις ελώδεις εκτάσεις των τεναγών. Αυτή κατά πάσα πιθανότητα ήταν νομαδικής ή ημι-νομαδικής φύσεως και γινόταν από Σαρακατσάνους, Βλάχους ή και Γιουρούκους[10] μετακινούμενους κτηνοτρόφους οι οποίοι ενοικίαζαν τις βοσκές αυτές για τον χειμώνα (χειμαδιά) πριν φύγουν για τα λιβάδια μεγάλων υψομέτρων κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.[11] Ο οικισμός «Βλάχικα» που βρίσκεται μόλις βόρεια της Ελευθερούπολης αποτελεί μία πολύ καλή ένδειξη ως προς αυτή την υπόθεση. Ένα ερώτημα το οποίο ανακύπτει είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των βοσκoτόπων αυτών, αφού στην υπόλοιπη Μακεδονία αυτές αποτελούν συνήθως μέρος των τσιφλικιών. Εν τούτοις, ο Παλαμιώτης μας πληροφορεί ότι στην δραμινή πεδιάδα η τσιφλικική εκμετάλλευση είναι χαμηλή με παρουσία μόνο επτά τσιφλικιών, ενώ σε μακροσκοπικό επίπεδο κυριαρχεί η μικροϊδιοκτησία.[12] Αν μία τέτοια παρατήρηση είναι τελικά ακριβής τότε το συμπέρασμα που θα πρέπει να εξαχθεί είναι ότι κάποιες, αν όχι όλες οι εκτάσεις γύρω από τα τενάγη των Φιλίππων και κατ’επέκταση και τα ίδια τα τενάγη υπόκειντο σε κοινοτική χρήση. Υπέρ αυτού συνομολογούν και διάσπαρτες ενδείξεις στα κοινοτικά αρχεία της κοινότητας του Πραβίου που χρονολογούνται πριν από τις πληθυσμιακές και περιβαλλοντικές ανακατατάξεις της ανταλλαγής πληθυσμών.[13]

Η ενδεχόμενη κοινοτική χρήση των τεναγών θα σήμαινε χωρίς αμφιβολία και την χρήση όλων των πόρων που θα μπορούσαν αυτά να προσφέρουν. Χωρίς να έχει γίνει κάποια συνεπής ιστορική έρευνα πάνω στο θέμα, δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να υποτεθεί ότι τα τενάγη θα αποτελούσαν παραγωγικό κυνηγότοπο για τους γηγενείς.  Η ύπαρξη υδρόβιων θηραμάτων σε έναν υδροβιότοπο όπως αυτό των τεναγών, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Πιο σημαντικό θα ήταν όμως να διερευνηθεί και η θήρευση μεγαλύτερων θηραμάτων στα τενάγη, κυρίως αγριόχοιρων, δραστηριότητα η οποία ενδεχομένως να παρείχε αξιοσημείωτη ποσότητα κρέατος στις γύρω κοινότητες.[14]

Οι γυμνές εκτάσεις γύρω από τα τενάγη, γνωρίζουμε ότι καλλιεργούνταν μονάχα εποχιακά. Πιο συγκεκριμένα, επωφελούμενοι από την απουσία ισχυρών βροχοπτώσεων που επέφεραν καταστροφικές πλημμύρες και των μετακινούμενων κτηνοτρόφων που την άνοιξη και το καλοκαίρι βρίσκονταν σε ορεινούς βοσκότοπους, οι γηγενείς της πεδιάδας των Φιλίππων καλλιεργούσαν «ποτιστικά» προϊόντα, όπως τα αποκαλούσαν οι επισκέπτες Έλληνες γεωπόνοι. Επρόκειτο για  θερινές καλλιέργειες που είχαν ανάγκη από μεγάλες ποσότητες νερού, σημαντικότερη από της οποίες ήταν το καλαμπόκι.  Γνωρίζοντας επίσης από αντίστοιχες περιπτώσεις σε άλλους υγροτόπους της Μακεδονίας, είναι πολύ πιθανό η πυκνή χλωρίδα των τεναγών να αποτελούσε οικοδομικό πόρο για τις γύρω περιοχές, καθώς τόσο το ραγάζι όσο και τα καλάμια χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα και στους οικισμούς της πεδιάδας της λίμνης των Γιαννιτσών όσο και σε αυτούς  της λίμνης Λαγκαδά.[15]

Αντιθέτως, πολύ καλύτερα στοιχειοθετείται η χρήση ενός πόρου ο οποίος βρισκόταν σε αφθονία στα τενάγη των Φιλίππων. Θα μπορούσε μάλιστα να ειπωθεί ότι ήταν το βασικό υλικό των τεναγών. Πρόκειται για τον ποάνθρακα ή τύρφη, ένα σπογγώδες υλικό που δημιουργείται σε στάσιμα ύδατα με την πάροδο των αιώνων ως αποτέλεσμα της σήψης οργανικών στοιχείων μέσα σε αυτά. Είναι γνωστό στους γεωλόγους και τους παλυνολόγους, ότι τα τενάγη των Φιλίππων αποτέλεσαν το πιο αρχαίο και συνεχές τυρφώδες οικοσύστημα της Ευρώπης.[16] Η παρουσία της τύρφης στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο είναι μικρή και πολύ αποσπασματική και για τον λόγο αυτό η καθημερινή χρηστική της αξία ήταν εν γένει άγνωστη. Παρόλα αυτά η τύρφη αποτέλεσε θεμελιώδες καύσιμο για πολλές ευρωπαϊκές κοινότητες, κυρίως αυτή της Ιρλανδίας, όπου μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα τα κοιτάσματα ποάνθρακα αξιοποιούνταν για την οικιακή θέρμανση περιοχών που δεν είχαν καθόλου ξυλεία.[17] Ως προς αυτό, η περιοχή της πεδιάδας των Φιλίππων έμοιαζε πολύ. Στην περίπτωση των τεναγών αυτή η διάσταση θα περνούσε απαρατήρητη αν οι μηχανικοί της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας δεν σημείωναν, με κάποια έκπληξη, ότι οι γηγενείς έσπευσαν σε αυτά για να προμηθευτούν όση περισσότερη τύρφη μπορούσαν για τις σόμπες τους με το που έγινε γνωστή η έναρξη των αποξηραντικών έργων στα τενάγη.[18]

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των τεναγών των Φιλίππων που συναντάται έντονα και στη λίστα των παθογενειών που το ελληνικό κράτος κλήθηκε να θεραπεύσει ήταν οι συχνές πλημμύρες που προκαλούνταν μετά από κάθε ισχυρή βροχόπτωση στις πεδιάδες της Μακεδονίας. Τόσο οι εκθέσεις των γεωπόνων του ελληνικού κράτους όσο και οι μακεδονικές εφημερίδες βρίθουν αναφορών σε καταστροφικές υπερχειλίσεις χειμάρρων, ποταμών και ελών.[19] Τα προβλήματα που προκαλούσαν τέτοιου είδους πλημμύρες προχωρούσαν πέρα από τα προφανή, πέρα δηλαδή από τις καταστροφές περιουσιών και καλλιεργειών και τις απώλειες ανθρώπων και ζώων. Σε ένα δεύτερο αναλυτικό επίπεδο  η καταπολέμηση των πλημμυρών εδραζόταν και στην νεωτερική θεώρηση του ελέγχου που μία κεντρική εξουσία πρέπει να ασκεί πάνω σε ολόκληρη την επικράτειά της ανά πάσα στιγμή.[20] Με απλούστερα λόγια, η αδυναμία άσκησης ελέγχου σε μία ορισμένη έκταση εξαιτίας καιρικών φαινομένων δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή, ειδικά σε μία νευραλγική επαρχία όπου πάντα υπήρχαν (δικαίως ή αδίκως) υποψίες για απόπειρες αποσταθεροποίησης της περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου περιστατικού αποτελούν οι σφοδρές βροχοπτώσεις κατά την διάρκεια του τελευταίου τριημέρου του Οκτωβρίου το 1921. Αν και δεν επρόκειτο για κάποια θεομηνία, αλλά μάλλον για φαινόμενα απλώς πιο έντονα απ’ ότι συνήθως, με μονάχα έναν νεκρό από ναυάγιο[21], η συγκοινωνία ανάμεσα στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη διακόπηκε προσωρινά. Πιο σοβαρά ήταν τα πράγματα στην ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, όπου εκτός από την συγκοινωνία με την Θεσσαλονίκη, διακόπηκε και η τηλεγραφική επικοινωνία με την υπόλοιπη χώρα για κάτι λιγότερο από μία εβδομάδα και όλα αυτά τη στιγμή που οι καθημερινές εφημερίδες σχολίαζαν την βουλγάρικη προκλητικότητα.[22]

Το ελληνικό κράτος δεν ήταν βέβαια το μόνο με αυτή την ανάγκη επιβολής ελέγχου στην επικράτειά του. Το οθωμανικό προσπαθούσε να πράξει το ίδιο επί δεκαετίες πριν την προσάρτηση της Μακεδονίας στην Ελλάδα. Διαπνεόμενη από τη μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική προσταγή των Τανζιμάτ, η Υψηλή Πύλη έβαλε στην ατζέντα της την διευθέτηση των μεγάλων υγροτόπων της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Στη διδακτορική του διατριβή ο Özkan Akpinar μας πληροφορεί ότι από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά έγιναν πολλές προσπάθειες για την αποξήρανση ελωδών εκτάσεων ως μέτρο αύξησης της γεωργικής παραγωγής και περιστολής της ελονοσίας. Η πιο πετυχημένη ήταν εκείνη της αποξήρανσης του έλους της Λαψίστας, πολύ κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων. Ήταν όμως και η μόνη. Αν και υπήρχαν βλέψεις για μεγάλης κλίμακας αποξηραντικά έργα της λίμνης Ταχινού στην πεδιάδα των Σερρών το 1857 και των τεναγών που είχε αποφασιστεί το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, αυτά δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.[23] Η πρωτοβουλία τελικά πάρθηκε από τους νέους κυρίαρχους του νότιου τμήματος της Μακεδονίας. Σε αντίθεση όμως με την εκσυγχρονιστική αυτοεικόνα του μεσοπολεμικού ελληνικού εθνικισμού, τα αποξηραντικά των τεναγών των Φιλίππων δεν αποφασίστηκαν παρά μόνο όταν νέες συνισταμένες που δημιούργησε η ανταλλαγή πληθυσμών της Σνυθήκης της Λωζάνης εξανάγκασαν την διενέργεια τους. Αλλά ακόμα και τότε, χριεάστηκε να περάσει μία πενταετία μέχρι τα αποστραγγστικά των τεναγών να μπουν ψηλά στην ατζέντα του ελληνικού κρατικού μηχανισμού.

Η διενέργεια των αποξηραντικών έργων στη πεδιάδα των Φιλίππων

Στις 18 Απριλίου του 1927 και ύστερα από μία τρίμηνη εμπιστευτική συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση, η αμερικάνικη εταιρεία Monks & Ulen (συναντάται συχνά και ως Ulen & Monks) καταθέτει στο ελληνικό δημόσιο επίσημη πρόταση για την ανάληψη των αποξηραντικών έργων της πεδιάδας των Φιλίππων. Η πρόταση της εταιρείας δεν αφορά μόνο στην πεδιάδα των Φιλίππων όμως. Για την ακρίβεια τα αποστραγγιστικά των τεναγών έρχονται μάλλον δεύτερα. Στην συγκεκριμένη πρόταση προέχουν τα αποξηραντικά, αποστραγγιστικά και παραγωγικά έργα στην -πολλαπλάσια σε έκταση- πεδιάδα των Σερρών. [24] Τα αποξηραντικά των τεναγών των Φιλίππων σε αυτό το σχέδιο περιλαμβάνονται κυρίως γιατί η πεδιάδα των Σερρών με αυτή της Δράμας συνδέονται αφού οι ποταμοί Στρυμώνας και Αγγίτης που τις διατρέχουν αντίστοιχα, επικοινωνούν.

Απασχολημένη με άλλα σημαντικά ζητήματα όμως, που λογικά θα είχαν να κάνουν με την πορεία του εποικισμού στην Μακεδονία, η ελληνική κυβέρνηση δεν αποκρίθηκε στην πρόταση της Monks & Ulen, ενώ ο Γενιδούνιας μας γνωστοποιεί ότι αντίστοιχες προτάσεις είχαν υποβληθεί από άλλες επτά εταιρείες που ήταν «το μάλλον ή το ήττον αόρισται».[25] Τον Φεβρουάριο του 1928, αποφασίζεται η άμεση προκύρηξη νέου διαγωνισμού για την ανάθεση των έργων.[26] Η προθεσμία υποβολής προτάσεων λήγει σε λίγο περισσότερο από ένα μήνα, στις 9 Μαρτίου του 1928 και το Υπουργείο Συγκοινωνιών συγκεντρώνει αυτή τη φορά 4 προσφορές. Πρόκειται για

«1ον) HENRY BOOT & SONS LTD., εργοληπτικός Οίκος

2ον) AEGEAN TRUST LTD., Τραπεζιτικός Οίκος

3ον) FOUNDATION (FOREIGN) και Α.Ε.Ε. Εργοληπτική, εργοληπτικοί Οίκοι.

4ον) JOHN MONKS & SONS και ULEN & Co., εργοληπτικοί Οίκοι εν συνεργασία μετά των J. & W. SELIGMAN & Co., εκδοτικού Τραπεζιτικού Οίκου.»[27]

Όπως φαίνεται και από την παραπάνω λίστα, η τρίτη και τέταρτη προσφορά έρχεται από παλαιούς γνώριμους στο ελληνικό κράτος. Η Foundation αφενός είχε μόλις ξεκινήσει τα έργα στην πεδιάδα των Γιαννιτσών ενώ η Monks & Ulen ήταν υπεύθυνη για τα υδραυλικά έργα του Μαραθώνα από τα οποία υδρευόταν η Αθήνα.

Χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν η γνωμοδότηση του Γενιδούνια είχε κάποια θεσμική σημασία, αφού την εποχή εκείνη δεν εμφανίζεται να στελεχώνει κάποια υπηρεσία του ελληνικού κρατικού μηχανισμού, ο μηχανικός συνέταξε τον Απρίλιο του 1928 μία αναφορά στην οποία αξιολογεί όλες τις προσφορές που έλαβε το ελληνικό κράτος.[28] Σε αυτό το έγγραφο, στο οποίο δεν φαίνεται ποιος επρόκειτο να είναι ο τελικός παραλήπτης αλλά ούτε και αν είχε γίνει με πρωτοβουλία του Γενιδούνια ή του είχε ζητηθεί, αναλύονται οι όροι που περιελάμβανε κάθε προσφορά με κριτήριο το συμφέρον του ελληνικού κράτους, από άποψη κόστους, την εμπιστοσύνη που ενέπνεε κάθε εταιρεία και τον ορίζοντα υλοποίησης των έργων που περιγράφονταν. Με εξαίρεση την προσφορά της Aegean Trust που φάνηκε αρκετά απλοϊκή και ελλιπής στον Γενιδούνια, οι προτάσεις των υπολοίπων τριών εταιρειών λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και συγκρίνονται σχολαστικά. Νικήτρια εταιρεία, κατά τον ίδιο θα πρέπει να στεφθεί η Monks & Ulen αφού παρέχει τους πιο συμφέροντες όρους για την ελληνική κυβέρνηση, επιλογή που εμπεριέχει κάποιο ενδιαφέρον καθώς μόλις κάτι μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1928, ο Γενιδούνιας εμφανίζεται σε άρθρο εφημερίδας ως συνεργάτης της εταιρείας, ενώ δύο χρόνια αργότερα ορίζεται και διευθυντής των έργων στην Ελλάδα.[29] Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει τελικά την προσφορά της Monks & Ulen και στην εκπνοή του 1928 δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ολόκληρη η σύμβαση με την ανάδοχο εταιρεία.[30]

Λίγα σημεία της τελικής σύμβασης αξίζει να αναφερθούν. Το συνολικό κόστος των έργων στις πεδιάδες των Σερρών και της Δράμας, και άρα στα τενάγη των Φιλίππων, ανήλθε στα 17 εκατομμύρια δολλάρια (μετά από υπολογισμό του πληθωρισμού το ίδιο ποσό σήμερα θα ανερχόταν στα 310 εκατομμύρια δολάρια περίπου) και θα έπρεπε να παραδοθεί μετά από πέντε χρόνια.[31] Καθόλη τη διάρκεια των έργων, κάθε γεωργική και κτηνοτροφική δραστηριότητα θα απαγορευόταν στην ευρύτερη περιοχή των εργοταξίων, ρήτρα σύνηθης μεν αφού και υπήρχε στην σύμβαση των αποξηραντικών της πεδιάδας των Γιαννιτσών, ιδιαίτερα πιεστική δε για τον τοπικό πληθυσμό αφού η γη τους ουσιαστικά δεσμευόταν μέχρι νεοτέρας.[32] Παράλληλα η Monks & Ulen ήταν αναγκασμένη, βάση σύμβασης, να προσλαμβάνει όσους περισσότερους Έλληνες ήταν δυνατόν σε όλες τις βαθμίδες των αποξηραντικών, από ανώτατους μηχανικούς μέχρι ανειδίκευτους εργάτες. Στην περίπτωση των υψηλότερων βαθμίδων, αυτό φάνηκε από την αρχή ακόμα, όταν ο προηγούμενος Αμερικάνος διευθυντής των έργων απομακρύνθηκε έχοντας αργήσει να ξεκινήσει το έργο και στην θέση του ορίστηκε το 1932 ο Γενιδούνιας.[33] Η θέση των αρίστων στην κλίμακα της εταιρείας ήταν διαφορετική από εκείνη των λιγότερο περίοπτων εργατών. Πιο συγκεκριμένη, η σύμβαση με το ελληνικό κράτος όριζε ότι προτεραιότητα είχε η διασφάλιση εργασίας στους αποδεδειγμένους υπερασπιστές του έθνους-κράτους, παλαιούς και έφεδρους πολεμιστές δηλαδή, οι οποίοι θα έπρεπε να στελεχώνουν τις θέσεις εργασίας των αποξηραντικών τουλάχιστον κατά ένα πέμπτο των συνολικών θέσεων.[34] Όπως μαρτυρούν επίσης τα διαγράμματα της αναδόχου εταιρείας, τα έργα θα ξεκινούσαν από το βόρειο τμήμα της πεδιάδας των Σερρών και στη συνέχεια θα προχωρούσαν νοτιότερα για την αποξήρανση της λίμνης Ταχινού, ενώ τα τενάγη των Φιλίππων έμεναν τελευταία και αναμενόταν να παραδοθούν το 1934.[35] Φωτογραφίες που απαθανατίζουν όμως τον Γενιδούνια με τον Μεταξά ως πρωθυπουργό στα έργα του Στρυμώνα καθώς και μία έκθεση της Υπηρεσίας Μηχανικής Καλλιέργειας του Υπουργείου Γεωργίας αποδεικνύουν ότι μέχρι το καλοκαίρι του 1936 τα έργα στις πεδιάδες Σερρών και Δράμας δεν είχαν τελειώσει σε αντίθεση με αυτά της πεδιάδας των Γιαννιτσών.[36] Όπως φαίνεται αυτό τελικά θα συνέβαινε κατά τη διάρκεια του 1937 και 1938.

Στους νικητές τα λάφυρα; Μία αποφώνηση

Παρά τις όποιες καθυστερήσεις, από τις αρχές του 1930 τα μεγάλα παραγωγικά έργα της Μακεδονίας είχαν μπει σε μία τροχιά σταδιακής αποπεράτωσης. Η αρχή είχε γίνει από τα αποστραγγιστικά έργα των λιμνών Αρτζάν και Αιματόβου μερικά χιλιόμετρα ανατολικά του Πάϊκου, που προβλέπονταν στην σύμβαση της Foundation για τα αποξηραντικά της πεδιάδας των Γιαννιτσών.[37] Από το 1932 και έπειτα, η διαχείριση αυτών των πρώτων «αποκαλυφθησομένων» γαιών θα αποτελούσε το πείραμα από το οποίο οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις θα λάμβαναν δεδομένα που θα έδειχναν το πώς θα έπρεπε να προχωρήσει η διαδικασία διανομής γαιών και κυρίως προς όφελος ποιων. Μία προσέγγιση προέβλεπε ότι τα νέα εδάφη που προέκυπταν από περιβαλλοντικές εξυγιάνσεις, από την μετατροπή δηλαδή «άχρηστων» γαιών σε αρόσιμα εδάφη, τα νέμονταν οι καλλιεργητές των γύρω οικισμών. Αυτό το δεδικασμένο είχε τεθεί και στην Μακεδονία του ελληνικού μεσοπολέμου, με την προσωρινή διανομή των νέων αρόσιμων εδαφών που προέκυψαν από τις αποστραγγίσεις Αρτζάν και Αιματόβου.[38] Η λογική διανομής των γαιών σε μικρογαιοκτήμονες ήταν απλή ενώ στα πλαίσια των δυσκολιών εγκατάστασης των προσφύγων ήταν και απόλυτα θεμιτή. Η διανομή γινόταν σε όσο το δυνατόν περισσότερους πρόσφυγες με σκοπό την απεξάρτησή τους από την κρατική πρόνοια, την επίτευξη οικονομικής αυτάρκειας αλλά και παράλληλα την εντατικοποίηση και εμπορευματοποίηση της γεωργικής τους παραγωγής, διακύβευμα το οποίο ίσχυε και πριν την έλευση των προσφύγων αλλά χωρίς να υπάρχει το ανθρώπινο κεφάλαιο για να επιτευχθεί αυτό.[39]

Παρά τα όποια δεδικασμένα όμως, αυτές οι πολιτικές δεν ήταν δεκτές από όλους. Από τις αρχές ακόμα των αποξηραντικών της Μακεδονίας, ο αντίλογος προς τέτοιου είδους αποφάσεις που αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση των βασικών αναγκών δεκάδων, αν όχι εκατοντάδων χιλιάδων, κυρίως προσφύγων αλλά και γηγενών, αποτυπώθηκε στις εκθέσεις μίας Ανεξάρτητης Συμβουλευτικής Αρχής του ελληνικού κράτους: Το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο. Το συμβούλιο συστάθηκε κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου στην Ελλάδα για να προτείνει κατευθύνσεις οικονομικής ανάπτυξης που θα διευκόλυναν την επανάκαμψη της χώρας. Η στελέχωσή του από ήδη γνωστούς ή μέλλοντες γνωστούς πανεπιστημιακούς, τεχνοκράτες και πολιτικούς δεν ήταν καθόλου τυχαία και οι γνωμοδοτήσεις του καθόλου αμελητέες. Από το 1929 μέχρι το 1935 -κομβική περίοδος για την απόφαση διαχείρισης των νέων γαιών που προέκυπταν από τα αποξηραντικά- το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο αποτελείτο από ιδιαίτερα ηχηρά ονόματα. Ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου, ο οποίος κατά την διάρκεια 1932-1934 θα γινόταν και υπουργός Εθνικής Οικονομίας και αργότερα Οικονομικών (1935-1936). Ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, πανεπιστημιακός οικονομολόγος, που το 1933 τον συναντάμε ως υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο διοικητής της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, Κωνσταντίνος Γόντικας. Ο γεωπόνος και μετέπειτα υπουργός Γεωργίας, Παναγιώτης Δεκάζος. Ο, τότε πανεπιστημιακός οικονομολόγος, Ξενοφών Ζολώτας. Ο Ιωάννης Καραμάνος, γεωπόνος, συχνός συνομιλητής του Καραβίδα και κατά την περίοδο αυτή, Γενικός Διοικητής Γεωργίας και τέλος, ο Γεώργιος Κοφινάς, πρώην υπουργός Οικονομικών κατά την διάρκεια της δικτατορίας του Παγκάλου.[40] Δεν θα ήταν επομένως εντελώς άστοχο να ειπωθεί ότι το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο λειτουργούσε ως ένα γνωμοδοτικό υπουργικό συμβούλιο απαλλαγμένο από τους μη οικονομικά προσανατολισμένους υπουργούς, εξειδικευμένο να κοιτά τους σκληρούς αριθμούς και να μειώνει άλλες παραμέτρους. Σε αυτό άλλωστε συνομολογεί και το γεγονός ότι πρόεδρος του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου ήταν ο εκάστοτε πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου της κυβέρνησης.

Από το 1932 και μετά στο επίκεντρο των συζητήσεων του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου μπαίνει το ζήτημα της επικείμενης διαχείρισης των αποξηραμένων γαιών και τα μέλη του επεκτείνουν προσκλήσεις σε ειδικούς τεχνοκράτες. Επί μία τριετία το Συμβούλιο μαζεύει μελέτες και εκθέσεις οι οποίες τελικά δημοσιεύονται στο σύνολό τους σε μία έκδοση του Εθνικού Τυπογραφείου του 1935 με τίτλο «Η Εκμετάλλευσις των εκ των παραγωγικών έργων αποκαλυπτόμενων νέων εδαφών εν Μακεδονία». Στις περισσότερες από 250 σελίδες του εκτίθενται κατά πλειοψηφία οι γνώμες παραπάνω των δέκα ειδικών που αντικατροπτρίζουν και την ανάδυση ενός πνεύματος χάραξης πολιτικής με ψυχρούς οικονομετρικούς όρους και αδιαφορία για τις πραγματικές παραμέτρους της μακεδονικής υπαίθρου. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, και δια χειρός του Harold Jeffery’s διαφαίνεται μία σφοδρή επίθεση ενάντια στην μικροϊδιοκτησία και στην λογική του οικογενειακού κλήρου. Αφορμή σε αυτό το πρώτο άρθρο εμφανίζεται η αναποτελεσματικότητα της μικροϊδιοκτησίας αφού αυτή για «ακατανόητους» -στον Jeffery’s- λόγους στην Ελλάδα ενέχει και το ζήτημα του πολυτεμαχισμού.[41] Και παρόλο που το πρόβλημα αυτό μπορεί να λυθεί με ενιαίες οικογενειακές ιδιοκτησίες, ο συγγραφέας το προσπερνά, προτείνοντας τελικά, ότι όσες γαίες ανήκουν στο δημόσιο πρέπει να παραμείνουν σε αυτό και να μην γίνουν νέοι εποικισμοί. Ο βασικότερος λόγος είναι αυτός που θα δούμε αργότερα και σε άλλους συνεργάτες του τόμου και προκρίνει ως σημαντικότερο χαρακτηριστικό της νέας εποχής της γεωργίας την μηχανική καλλιέργεια, η οποία δεν μπορεί να συντελεστεί από οικογένειες με μικρές πολυτεμαχισμένες ιδιοκτησίες αλλά σε μεγάλες ενιαίες εκτάσεις πάνω από τα 4000 στρέμματα, ιδιοκτησία ιδανικά γεωργικών εταιρειών του δημοσίου.[42]

Πάνω στο ίδιο σχεδόν μοτίβο πατά και ο G.H. Bailey, διευθυντής των έτερων μεγάλων αποξηραντικών έργων της Ελλάδας που είχαν προηγηθεί, αυτά της λίμνης Κωπαϊδας. Ο Bailey προσκαλείται για να δώσει την δική του εμπειρία για την διαχείριση των γαιών στη λίμνη της Βοιωτίας για να προληφθούν τυχόν αστοχίες του παρελθόντος.  Σημαντικότερη επισήμανσή του είναι να καταφέρει ο κρατικός μηχανισμός να περιφράξει όσο το δυνατόν γρηγορότερα τις νέες εκτάσεις γιατί οι αυθαίρετες καταπατήσεις γαιών που είχαν λάβει χώρα στην αποξηραμένη Κωπαϊδα κλείδωσαν την διαχείριση των γαιών σε αργές και πολύχρονες δικαστικές περιπέτειες.[43] Ο Bailey απαντά ευθέως στο ποια πρέπει να είναι τα επόμενα σχέδια των ελληνικών κυβερνήσεων σε σχέση με τις νέες γαίες, οι οποίες πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των καλλιεργητών ή του κράτους:

«Η ελπίς ότι τοιαύτα εδάφη, μετά την αποστράγγιση των δύνανται ν’αξιοποιηθώσι παρά χωρικών, αποτελεί πράγματι ουτοπίαν, εκτός του ότι θ’ απητούντο υπέρογκοι επιχορηγήσεις εκ μέρους του Κράτους δια την αποκατάστασιν των μετ’ αποτελεσμάτων, άτινα είναι σχεδόν δύνατον ν’ αναλογιστεί τις μετά ψυχραιμίας. Ουδέ φαίνεται σκόπιμον ν’ αναλάβει αυτό τούτο το Κράτος τοιαύτα έργα αξιοποιήσεως, διότι η πείρα απέδειξεν ότι τα έργα ταύτα είναι προτιμότερον ν’ αναληφθούν υπό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας προς επίτευξιν των καλλίτερων αποτελεσμάτων, αλλά βεβαίως υπό τον όρον ότι ο ανάδοχος όμιλος τύχει, ως πρέπει, της πλήρους υποστηρίξεως του Κράτους, κατά την ενάσκησιν των νομίμων δικαιωμάτων του [η έμφαση διατηρείται από το πρωτότυπο]»[44]

Αργότερα, ως κατακλείδα συνεχίζει:

 «Όσον αφορά τον εις το μέλλον εποικισμών, να εκλέξει η Κυβέρνησις ποιάν πολιτικήν θ’ ακολουθήσει, τουτέστιν κατά γενικόν κανόναν, αν θα προτιμήσει την μικράν ή την μεγάλην ιδιοκτησίαν. Γενικώς συνιστάται η μεγάλη ιδιοκτησία ιδανικής εκτάσεως και μηχανοκαλλιεργουμένη ως προκειμένη ν’ αποδώσει τα ικανοποιητικώτερα οικονομικά αποτελέσματα και προς τον σκοπόν τούτον  συνίσταται όπως το Κράτος παρέχει πάσαν ενθάρρυνσιν εις την εκτατικήν μηχανοκαλλιέργειαν της οποίας σπουδαία προϋπόθεσις είναι η μείωσις των εισαγωγικών δασμών επί της χρησιμποιήσεως δια γεωργικούς σκοπούς βενζίνης και επί της εισαγωγής γεωργικών μηχανημάτων.»[45]

Θα ήταν λογικό η άγνοια των δύο προηγούμενων ειδικών να αποδίδεται στην μικρή τους τριβή με τα ελληνικά θέματα ή και με την ιδεολογική σημασία με την οποία ενδύθηκε η απαλλοτρίωση των προηγούμενων μεγαλοϊδιοκτησιών της μακεδονικής υπαίθρου, των τσιφλικιών. Η πορεία από γη που κατέχεται από λίγους σε γη που διαμοιράζεται σε πολλούς υπήρξε μία νίκη του ελληνικού κράτους την επαύριον της ανταλλαγής προσφύγων. Νίκη, βέβαια, η λάμψη της οποίας μετριάστηκε από το γεγονός ότι η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών έγινε μόνο όταν δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική.[46] Αποφεύγοντας να δουν την επανασύσταση της μεγάλης ιδιοκτησίας ως ένα πισωγύρισμα όμως, και οι Έλληνες προσκεκλημένοι της έκδοσης του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου φρόντισαν να προτείνουν μη δημοφιλείς λύσεις για το θέμα των αποκαλυπτόμενων γαιών. Πιο συγκεκριμένα, υπέρ της μεγάλης ιδιοκτησίας τάσσεται ο Β. Γανώσης, ανώτατος υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας, ο οποίος αναγνωρίζει μεν την ανάγκη συνέχισης εποικισμού της Μακεδονίας, αλλά κρίνει την μικροϊδιοκτησία που αυτή προτάσσει ασύμφορη, επιμένοντας τελικά στο ότι «Η μεγάλη εκμετάλλευση θα επιτύχη μόνο αν γίνη κατάλληλος επιλογή επιχειρηματιών με πείραν και ίδια κεφάλαια να διακινδυνεύσουν και εξασφαλισθή πολυετής ενοικίασις.»[47] Στο σχήμα αυτό οι κάτοικοι των τοπικών κοινοτήτων έχουν, κατά τον Γανώση, μοναχά τον ρόλο των εργατικών χεριών των μεγαλογαιοκτημόνων, καθηλωμένοι στα νεοιδρυθέντα προσφυγικά χωριά τους.[48]

Η ακόμη πιο βαρύνουσα άποψη του γεωπόνου Πέτρου Καναγκίνη στο θέμα βρίσκεται μερικές σελίδες αργότερα. Υψηλά ιστάμενος σε διάφορες θέσεις των Διευθύνσεων Εποικισμού Μακεδονίας αλλά και στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, είναι εύκολα κατανοητό ότι η γνώμη του Καναγκίνη δεν ήταν μια ανέξοδη γνωμοδότηση κάποιου υπαλλήλου τράπεζας, αλλά ομολογία πολιτικού σχεδιασμού και μάλιστα με πολιτική διαλεκτική:

«Αλλά πριν ή είπομεν την γνώμην μας επί του συστήματος της καλλιέργειας, ας είπωμεν πρώτον την γνώμην μας επί του τρόπου ης διαχειρίσεως των γαιών, αν δηλαδή θα πρέπει τας γαίας ταύτας να εκμεταλλευθώμεν δι’ αυτοκαλλιέργειας ή δια διαθέσεως εις μικρούς καλλιεργητάς.

«Και επί του σημείου τούτου νομίζομεν ότι δεν πρέπει να είμεθα κατηγορηματικοί.

Βεβαίως αν οι γεωργοί μας ευρίσκοντο εις καλήν οικονομικήν κατάστασιν και εις επίπεδον επαγγελματικής αναπτύξεως ώστε να δύναται τις να τοις εμπιστευθή τις γαίας αποκτηθείσας μετά τόσων θυσιών, δεν νομίζομεν ότι θα υπήρχε καλλιτέρα λύσις από του να κατανείμωμεν τας γαίας εις κλήρους και να εγκαταστήσωμεν ευθύς αμέσως αγρότας, εις ους θέλομεν χορηγήση και τας αναγκαίας μακροχρονίους και βραχυχρονίους πιστώσεις…

…Η γνώσις όμως της σημερινής καταστάσεως του αγρότου μας επιβάλλει νομίζωμεν να μη σπεύσωμεν εις εποικισμόν των εκτάσεων αυτών, εφ’όσον τούτο ήθελεν είσθαι δυνατόν.»[49]

Για τον λόγο αυτό και ο Καναγκίνης προτείνει την εκμετάλλευση των μεγάλων εκτάσεων από κάποιον οργανισμό ή εταιρεία, με στόχο την αποφυγή καταπάτησης των γαιών από τρίτους και την παράλληλη κατασκευή έργων υποδομής. Στη συνέχεια, κατά τα γραφόμενά του, θα δινόταν το προνόμιο σε συγκεκριμένους εξειδικευμένους αγρότες να υπενοικιάζουν τα εδάφη από την αρχή που τα διαχειρίζεται, ομολογώντας κυνικά ότι «Κατά τα πρώτα της εγκαταστάσεως των έτη οι καλλιεργηταί ούτοι θα είναι ως κολλήγοι του Οργανισμού ή Εταιρείας, ταύτης μεν παρεχούσης ωρισμένας ενισχύσεις οικονομικάς και καλλιεργητικάς…» κάνοντας έναν πλήρη κύκλο προς την ανασύσταση του όψιμου οθωμανικού τσιφλικιού, απλά υπό ελληνική αστική κηδεμονία.[50] Τέλος, δεν διαφέρουν πολύ οι απόψεις και του Αλέξανδρου Μελέγκοβιτς, καθηγητή στο Μετσόβιο Πανεπιστήμιο και ειδήμονα στις μηχανές που χρησιμοποιούνταν για την εκμηχάνιση της γεωργίας.[51] Εκφράζοντας αυτήν την κρατική στόχευση, ο Μελέγκοβιτς προτείνει την δημιουργία μεγάλων ιδιοκτησιών, ιδανικές για μηχανική καλλιέργεια, βάζοντας στην άκρη την ανάγκη του προσφυγικού αλλά και γηγενούς πληθυσμού για γη. «Ποιο θα ήτο το εκ του τεμαχισμού κέρδος;» μας ρωτά, «Θα εκολακεύοντο προσωρινώς κληρούχοι και ακτήμονες, νομίζοντες ότι εξασφάλισαν περιουσίαν. Αλλά ταχέως θα επροβάλλοντο άλλαι απαιτήσεις για κατοικίας, εργαλεία, ζώα, και το χείριστον ανάγκη εκτελέσεως τριτεύοντος συστήματος χανδάκων αποστραγγίσεως…».[52] Ο συγγραφέας επίσης φροντίζει να προειδοποιήσει ότι τέτοιου είδους παρατηρήσεις είναι αντικειμενικές, αποτέλεσμα των προγραμμάτων γεωργίας που ακολουθούνται στο εξωτερικό, και τονίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να μείνει πάση θυσία έξω από τέτοιες αποφάσεις, αφού «οι πολιτευόμενοι, υπό τας πιέσεις των οπαδών των γίνονται αιτία ώστε η εκτέλεσις παραγωγικών έργων, να μη δίδη άλλο τι, παρά προσωρινήν αύξησιν του εισοδήματος εις τους υποστηρικτάς των…».[53]

Πιο ταιριαστή αποφώνηση σε αυτό το άρθρο δεν θα μπορούσε να υπάρξει από μία συνοπτική αποτίμηση της έκβασης των  νέων γαιών που προέκυψαν από τα αποστραγγιστικά των τεναγών των Φιλίππων. Παρά τις προσπάθειες του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου, που όπως φαίνεται λειτούργησε σαν όργανο πίεσης προς την πραγμάτωσης μεγάλων ιδιοκτησιών, το μοντέλο αυτό δεν πέρασε. Το αποδεικνύουν οι κατάλογοι προσωρινών και οριστικών διανομών γαιών που συντελέστηκαν τελικά κατά την διάρκεια των έργων, οι γνωστοί και ως «Κατάλογοι Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων-Καλλιεργητών» που καταγράφουν με λεπτομέρειες τον κλήρο που έλαβε κάθε ακτήμονας ξεχωριστά, συχνά αιτιολογώντας και την έκταση που πήρε ο καθένας. Δύο τέτοιοι έχουν εντοπιστεί. Ένας που αφορά στην προσωρινή διανομή των εδαφών της λίμνης των Γιαννιτσών και άλλος ένας για τα τενάγη των Φιλίππων.[54] Και στις δύο αυτές περιπτώσεις επ’ ουδενί δεν συναντάται μεγάλη ιδιοκτησία, εκτός από περιπτώσεις όπου μερικές εκατοντάδες στρέμματα δίνονται σε ειδικούς γεωπόνους, ανάλογα μάλιστα και το επίπεδο πτυχίου που έχουν πάρει. Στην συντριπτική πλειοψηφία των υπολοίπων διανομών ο κλήρος ανέρχεται από 4 στρέμματα -που προφανώς πρόκειται για συμπληρωματικό κλήρο αν ο κληρούχος έχει λάβει κλήρο εκτός τον νέων γαιών που προέκυψαν από τα αποστραγγιστικά έργα- μέχρι 40-60 στρέμματα, ανάλογα της ποιότητας των εδαφών και της οικογενειακής κατάστασης του κληρούχου. Αυτό υποδηλώνει ότι η ελληνικές κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1930, ανάμεσά τους και αυτή του Μεταξά, δεν διέφυγαν της πεπατημένης και τελικά διένειμαν τα εδάφη με γνώμονα τις, εν μέρει, οργανικές ανάγκες των μικρο-γαιοκτημόνων της Μακεδονίας. Ξεκάθαρη απάντηση στο γιατί αυτό τελικά συνέβη δεν στοιχειοθετείται δυστυχώς στα αρχεία που μελετήθηκαν.


[1] Pliny the Elder, The Natural History, Book VII/46

Suetonius Tranquillus, The Lives of the Twelve Caesars, Loeb Classical Library, 1913, 122-137

Σε νεότερες εκδόσεις έχει υπάρξει και η προσπάθεια να επαναπροσδιοριστεί ο ακριβής χώρος που έλαβαν χώρα οι μάχες των Φιλίππων: Butera, C. Jacob, and Matthew A. Sears. “The camps of Brutus and Cassius at Philippi, 42 BC.” Ηesperia 86, no. 2 (2017): 359-377.

[2] Leake, William Martin. Travels in northern Greece. London, J. Rodwell, 1835, 209-229.

Heuzey, Léon. Mission archéologique de Macédoine. Paris, Firmin-Didot, 1876, 139-157.

Για τον Emile Isambert παρατίθεται η μετάφραση του Αντωνίου Μηλιαράκη, από τους σημαντικότερους γεωγράφους της νεότερης Ελλάδας στο Isambert, Emile. Οδοιπορικά Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας/ κατά τον Emile Isambert. Αθήνα, Τυπογραφείον της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, 1878, 19-22.

[3] Cousinéry, Esprit Marie. Voyage dans la Macédoine, tome deuxieme. Paris, Imprimerie Royale, 1831, 45-60.

[4] Κλασσικό παράδειγμα αλυτρωτικής περιηγητικής θα συναντήσουμε σε έργα όπως του Γεωργίου Χατζηκυριάκου, όπου η περιήγηση στα αλύτρωτα εδάφη ομολογεί συνάμα και τα επιθυμητά όρια του ελληνικού κράτους. Ενδεικτικά: Χατζικυριάκος, Γεώργιος. Σκέψεις και Εντυπώσεις εκ Περιοδείας ανά την Μακεδονίαν μετά τοπογραφικών, ιστορικών και αρχαιολογικών σημειώσεων. Αθήνα, 1906

[5] Σχινάς, Νικόλαος Θεολόγος. Οδοιπορικαί Σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας Οροθετικής Γραμμής και Θεσσαλίας,Τεύχος Β’. Αθήνα, Messager D’Athenes, 1886, 461-480.

 Ζώτος Μολοσσός, Βασίλειος. Δρομολόγιον της Ελληνικής Χερσονήσου, Τεύχος Δ’. Αθήνα, 1903, 409-411.

[6] Οι μετονομασίες των οικισμών καθώς και τα ΦΕΚ στις οποίες εμπεριέχονται μπορούν να βρεθούν πολύ εύκολα στην πλατφόρμα https://settlement-renames.eie.gr αποτέλεσμα του ερευνητικού έργου του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών «Καινούρια Ονόματα – Καινούριος Χάρτης: Ζητήματα μετονομασιών των οικισμών της Ελλάδας 1831-2011»

[7] Ζώτος Μολοσσός, Δρομολόγιον της Ελληνικής Χερσονήσου, 411

[8] Μία σημαντικότατη προσπάθεια ανάδειξης του σημαντικού ρόλου που έπαιξε ο οικονομικός και στρατιωτικός έλεγχος εκτεταμένων ελών στα προνεωτερικά οικοσυστήματα έχει γίνει από τον Faisal Husein. Βλέπε: Husain, Faisal. “In the bellies of the marshes: Water and power in the countryside of Ottoman Baghdad.” Environmental History 19, no. 4 (2014): 638-664.

[9] Σχινάς, Οδοιπορικαί Σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας Οροθετικής Γραμμής και Θεσσαλίας, 470-471

[10] Εκτός από πολύ λίγες μελέτες για τους μουσουλμάνους/Τουρκμάνους ημι-νομάδες κτηνοτρόφους, τους Γιουρούκους, η βιβλιογραφία είναι φτωχή. Ακόμη πιο φτωχή είναι εκείνη μάλιστα που μελετά την αλληλεπίδραση των Γιουρούκων με τους υπόλοιπους ημι-νομάδες των Βαλκανίων. Οι καλύτερες εισαγωγικές μελέτες στο θέμα είναι οι εξής: Kotzageorgis, Ph. “Nomads (yürüks) and environment in Early Modern Halkidiki.” Balkan Studies 50 (2015): 95-118

Hoppe, Ernst Max. “The Yuruks.” Journal of the Royal Asiatic Society 65, no. 1 (1933): 25-28.

[11] Γούναρης, Βασίλης και Αστέρης. Ί. Κουκούδης, «Από την Πίνδο ως τη Ροδόπη: Αναζητώντας τις εγκαταστάσεις και την ταυτότητα των Βλάχων», Ίστωρ, 10 (1997): 91-137

Μαυρογιάννης, Διονύσης. Οι Σαρακατσάνοι Θράκης, κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας. Αθήνα, Δωδώνη, 1999, 145-173

Περισσότερες πληροφορίες για τις συμβάσεις ενοικίασης ανάμεσα σε γαιοκτήμονες και μετακινούμενους κτηνοτρόφους παρέχονται σε ευμεγέθη φάκελο που βρίσκεται στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας που τιτλοφορείται «Ενοικιάσεις Βοσκών». Παρ’όλα αυτά, ιδιαίτερα σύνηθης τρόπος κλεισίματος συμφωνιών ενοικίασης ήταν και ο απλός λεκτικός.

[12] Παλαμιώτης, Γεώργιος. Γεωργική Έρευνα της Μακεδονίας. Αθήνα, Ελληνική Γεωργική Εταιρεία, 182-183

[13] Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι οι δικαιοπραξίες που αναφέρονται σε βοσκές και βρίσκονται στα κοινοτικά αρχεία της κοινότητας Πραβίου για το 1920 στα ΓΑΚ Καβάλας με κωδικό GRGSA-KAV_MUN015.01.F000001

[14] Παπανδρέου, Το Πράβι του Μεσοπολέμου, 61-62

[15] Καραγιαννακίδης, Νίκος. «Ένα χωριό, μία (σχεδόν) γλώσσα, μία θρησκεία» στο Παγγαίο Ι: Τα πρακτικά του πρώτου συνεδρίου τοπικής ιστορίας, Ελευθερούπολη, Δήμος Παγγαίου, 2017, 477-491

Είναι γνωστές οι αλιευτικές καλύβες που περιγράφονται από την Πηνελόπη Δέλτα ακόμα στη λίμνη των Γιαννιτσών κατά τη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα. Φωτογραφίες από ίδιες καλύβες βρίσκουμε και στη φωτογραφική συλλογή του Imperial War Museum για την περιοχή της λίμνης του Λαγκαδά ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα σερακατσανέϊκα καλύβια α οποία συχνά κατασκευάζονταν εξ’ολοκήρου από ραγάζι και καλάμι.

[16] Σε μη-συγκοινωνούτα πεδία, τα τενάγη των Φιλίππων έχουν γίνει το θέμα πάρα πολλών δημοσιεύσεων, μεταφρασμένα μάλιστα απλά ως «Tenaghi». Σε μερικές από αυτές γίνεται εκτεταμένος λόγος για το τυρφώδες του εδάφος όπως: Ardenghi, Nicolò, Andreas Mulch, Andreas Koutsodendris, Joerg Pross, Ansgar Kahmen, and Eva M. Niedermeyer. “Temperature and moisture variability in the eastern Mediterranean region during Marine Isotope Stages 11–10 based on biomarker analysis of the Tenaghi Philippon peat deposit.” Quaternary Science Reviews 225 (2019): 105977.

Van der Wiel, A. M., and T. A. Wijmstra. “Palynology of the lower part (78–120 m) of the core Tenaghi Philippon II, Middle Pleistocene of Macedonia, Greece.” Review of Palaeobotany and Palynology 52, no. 2-3 (1987): 73-88.

[17] Μία χρήσιμη εισαγωγική πηγή για την χρήση της τύρφης, σε περίπτωση που αυτή αποτλέσει ένα νέο ενεργειακό παράδειγμα στην ελληνική ιστορία είναι το: Rotherham, Ian. Peat and peat cutting. Bloomsbury Publishing, 2011.

[18] GRGSA-CSA_Τοπογραφική Υπηρεσία Υπουργείου Γεωργίας_Φ.201/Εκθέσεις επί των τοπογραφικών εργασιών εις τας αποκαλυπτόμενας εκτάσεις εν Μακεδονία, 7-8

[19] Παπανδρέου, Το Πράβι…, 14

Σέττας, Νικόλαος. Τα Μεγάλα Παραγωγικά Έργα της Μακεδονίας, Αθήνα, 1961, 19-21

[20] Ένα μικρό άρθρο το οποίο διαπραγματεύεται την συγκεκριμένη ιδέα είναι το: Stilz, Anna. “Why do states have territorial rights?.” International theory 1, no. 2 (2009): 185-213.

[21] Μακεδονία, 30 Οκτωβρίου 1921, «Επανάληψις των συγκοινωνιών», 1

[22] Μακεδονία, 29 Οκτωβρίου 1921, «Η χθεσινή θύελλα, διακοπή των συγκοινωνιών», 2

Μακεδονία, 1 Νοεμβρίου 1921, «Οι Βούλγαροι δια την Θράκην ζητούν έλεγχον και δημοψήφισμαν», 2

[23] Akpinar, Özkan. Reclaiming the Empire: Environment, Marshes, and Hydraulic Engineering in the Late Ottoman Period. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Boğaziçi University, 2020, 108-114

ASCSA/Αρχείο Βοβολίνη/1582ΙΙβ-ΙΙγ/Πεδιάδες  Σερρών και Δράμας προ της ενάρξεως κατασκευής των έργων, 15-19

Πέννας, Πέτρος Θ. «Ο Στρυμών και τα παραγωγικά έργα της πεδιάδος των Σερρών επί τουρκοκρατίας»,

Σερραϊκά Χρονικά 7 (1976), 90-114

[24] ASCSA/Αρχείο Βοβολίνη/1582ΙΙβ-ΙΙγ/Υδραυλικά έργα των πεδιάδων Σερρών και Δράμας, 1-4

ASCSA/Αρχείο Βοβολίνη/1582ΙΙβ-ΙΙγ/Σημείωμα περί των έργων Στρυμόνος-Φιλίππων, 1-5

Θεοδωρίδου-Σωτηρίου, Λίλα. «Δύο Έλληνες μηχανικοί στο μεγάλο έργο της εξυγίανσης της πεδιάδας των Σερρών» στο Η Εκτροπή του Στρυμόνα: Τα μεγάλα εξυγιαντικά έργα του Μεσοπολέμου (επιμ. Λίλα Θεοδωρίδου), Σέρρες, Τμήμα εκδόσεων και βιβλιοθήκη ΤΕΙ Κεντρικής Μακεδονίας, 2017, 3-87

[25] ASCSA/Αρχείο Βοβολίνη/1582VII/Διαγωνισμός προς εκτέλεσιν και χρηματοδοτησιν, 2

[26] ASCSA/Αρχείο Βοβολίνη/1582IΙβ/ Υπόμνημα προς χρήσιν κ.Β, 1-5

ASCSA/Αρχείο Βοβολίνη/1582ΙΙβ-ΙΙγ/ Στοιχεία συγκρίσεως των προσφορών και υπηρεσιακές εκθέσεις, 3-14

[27] ASCSA/Αρχείο Βοβολίνη/1582ΙΙβ-ΙΙγ/ Έργα Στρυμώνος, εισηγητής κ. Κοκκίδης, 2

[28] ASCSA/Αρχείο Βοβολίνη/1582ΙΙβ-ΙΙγ/ Στοιχεία συγκρίσεως των προσφορών και υπηρεσιακές εκθέσεις, 1-45

[29] Θεοδωρίδου-Σωτηρίου, Λίλα. «Δύο Έλληνες μηχανικοί…», 77

Μακεδονία, 6 Νοεμβρίου 1930, «Η χθεσινή λαμπρά τελετή των εγακινίων Ν. Ηράκλειας. Μία νέα κομψή κωμόπολις», 1

[30] ΦΕΚ 279/ Δεκεμβρίου 1928/ Περί κυρώσεως συμβάσεως δια την εκτέλεσιν των υδραυλικών και λοιπών έργων των πεδιάδων Σερρών και Δράμας, 2459-2490

[31] ΦΕΚ 279/ Δεκεμβρίου 1928/ Περί κυρώσεως…, 2464

[32] Ό.π, 2459

[33] Μακεδονία, 25 Μαϊου 1930, «Τα έργα Στρυμώνος και Φιλίππων. Θα επισπευσθή η εκτέλεσις αυτών. Ο Άγγλος Αρχιμηχανικός απελύθη», 6

[34] ΦΕΚ 279/ Δεκεμβρίου 1928/ Περί κυρώσεως, 2471-2472

Η συγκεκριμένη ρήτρα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί διαπνέεται από έναν αέρα πρόνοιας απέναντι στους παλαιούς και έφεδρους πολεμιστές. Χωρίς να υπονοείται κάποια φασιστική κατεύθυνση, το ίδιο είχε πράξει και ο Μουσολίνι μερικά χρόνια πριν κατά την διάρκεια των αποξηραντικών στις ελώδεις εκτάσεις της Pontine. Η πολύ πρόσφατη έρευνα του Αλέξη Μακρή όμως, πάνω στο θέμα των παλαιών πολεμιστών στην Ελλάδα σχετικοποιεί ιδιαίτερα το σχήμα ότι οι βετεράνοι πολέμων ήταν και ένθερμοι υποστηρικτές του έθνους κράτους. Για περισσότερα βλέπε: Μακρής, Αλέξης. Οι κήρυκες της ιδέας του έθνους»: Παλαιοί Πολεμιστές, Ανάπηροι και Θύματα Πολέμου στην Ελλάδα (1912–1940), Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, 2020, 261-267, 311-629

[35] GRGSA-IAM_ADM0001.01_000023_0001_00028

[36] Αυτό είναι καταφανές και από την έκθεση του 1937 προς το Υπουργείο Γεωργίας: ASCSA/Αρχείο Βοβολίνη/1582ΙΙβ-ΙΙγ/ Υδραυλικά έργα των πεδιάδων Σερρών και Δράμας, 102-115

[37] ASCSA/Αρχείο Καραβίδα/Φ19.1/ Σημείωμα επί των αποκαλυπτομένων γαιών Μακεδονίας. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι υπήρχε και προηγούμενο με τα αποξηραντικά της λίμνης της Κωπαϊδας. Αν και σε αυτή τη περίπτωση μιλάμε για αποξηραντικά, οι συντρέχουσες καταστάσεις διαφέρουν πολύ, αφού στην Κωπαϊδα δεν επεδιώχθη κάποιος εποικισμός όπως στην Μακεδονία. Βλέπε: Papadopoulos, Apostolos. «The Drainage and Exploitation of Lake Copais (1908–1938)», Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, University of Bradford, 1993, 95-493  και Μέλιος, Νίκος και Απόστολος Παπαδόπουλος. «Το Κωπαϊδικό ζήτημα στα πλαίσια του αστικού εκσυγχρονισμού και της αγροτικής μεταρρύθμισης» στο Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός (επιμ. Γεώργιος Θ. Μαυρογορδάτος και Χρήστος Χατζηιωσήφ), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988, 160-169

[38] ASCSA/Αρχείο Καραβίδα/Φ19.1/ Σημείωμα επί των αποκαλυπτομένων γαιών Μακεδονίας, 5

[39] Πετμεζάς, Σωκράτης. «Η ύπαιθρος της Μακεδονίας από την οθωμανική στην ελληνική εξουσία (1900-1920)» στο Ισχνός Καπιταλισμός: Η Μακεδονία κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο (επιμ. Κώστας Λαπαβίτσας), Αθήνα, Νόβολι, 2010, 7-121

Δεκάζος, Παναγιώτης. Αι γεωργικαί σχέσεις της Μακεδονίας . Αθήνα, Λεώνης, 1914

[40] Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο. Η εκμετάλλευσις των εκ των παραγωγικών έργων αποκαλυπτόμενων νέων εδαφών εν Μακεδονία: Μελέται και εκθέσεις ειδικών, Αθήνα, Εθνικό Τυπογραφείο, 1935, 3

[41] Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο. Η εκμετάλλευσις…, 9-36

[42] Ό.π., 29

[43] Ό.π., 47-59

[44] Ό.π., 56

[45] Ό.π., 57

[46] Κωστής, Κώστας. «Αγροτική μεταρρύθμιση και οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, 1917-1940» στο Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός (επιμ. Γεώργιος Θ. Μαυρογορδάτος και Χρήστος Χατζηιωσήφ), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988, 149-157

[47] Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο. Η εκμετάλλευσις…, 82-83

[48] Ό.π., 82-85

[49] Ό.π., 106

[50] Ό.π., 106-107

[51] Ό.π., 153-167

[52] Ό.π. 159-160

[53] Ό.π., 160

[54] Η ενσωμάτωση των καταλόγων ΣΑΑΚ στην έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Οι κατάλογοι ΣΑΑΚ βρίσκονται συνήθως στους δήμους κάθε δημοτικής περιφέρειας, όχι σε μορφή αρχείου, αφού συσχετίζονται άμεσα με τις τρέχουσες ιδιοκτησιακές καταστάσεις.

Ο Γιώργος Λ. Βλάχος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Το πρώτο του πτυχίο το πήρε από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Νομικής Σχολής Αθηνών. Στη συνέχεια στράφηκε στην ιστορία λαμβάνοντας το μεταπτυχιακό του τίτλο από το τμήμα Ιστορίας του Leiden University στην Ολλανδία (Political Culture and National Identities). Το 2015 ξεκίνησε το διδακτορικό του στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο (EUI) της Φλωρεντίας έχοντας λάβει πλήρη υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών. Ο τίτλος του διδάκτορα του απονεμήθηκε το 2019, όταν και υπερασπίστηκε με επιτυχία την διδακτορική του διατριβή που τιτλοφορείται “Where The Nation Would Dwell: The Hellenization of Southern Macedonia, 1913-19340”.

Το 2019 εξελέγη περιφερειακός αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Εταιρεία Περιβαλλοντικής Ιστορίας (ESEH) ενώ από τις αρχές του 2020 είναι εξωτερικός ερευνητικός συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (Ινστιτούτο Ιστορικής Έρευνας). Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα έχουν ως επίκεντρο την νεώτερη περιβαλλοντική ιστορία της Ελλάδος σε συνάρτηση με θέματα εθνικισμού, εκσυγχρονισμού και καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.