Research Centre for the Humanities (RCH)
EN / ΕΛ
Research Centre for the Humanities (RCH)

Cultures and Cultural Production

«Η οικονομική σκέψη στην αρχαϊκή Ελλάδα: η περίπτωση του Πινδάρου και του Βακχυλίδη»

Στεργίου Γιάννα

ΈρευναΗμερίδαΑποτελέσματα ΈρευναςΣύντομο ΒιογραφικόΔημοσιεύσεις

Συνοπτική Περιγραφή της Έρευνας

Στόχος της έρευνάς μου είναι να προσφέρω μια νέα προσέγγιση στις επινίκιες ωδές του Πινδάρου και του Βακχυλίδη βασισμένη σε μια μεθοδολογία που προέρχεται από την οικονομική ανθρωπολογία και τη μαρξιστική λογοτεχνική θεωρία. Μέσο βιοπορισμού και των δύο ποιητών, του Πινδάρου και του Βακχυλίδη, ήταν η κατά παραγγελία σύνθεση επινίκιων ωδών προς τιμή νικητών σε αθλητικούς αγώνες (Ίσθμια, Πύθια, Ολυμπιακούς και Νέμεα). Οι νικητές προέρχονταν πάντοτε από την τάξη των αριστοκρατών και πολύ συχνά ήταν τύραννοι. Η αριστοκρατική κοινωνία είχε αρχίσει να απομακρύνεται σημαντικά από το ομηρικό πρότυπο, καθώς η κοινωνία στην οποία ζούσαν είχε μία ρευστή οικονομική δομή, στην οποία συνυπήρχε μία μορφή ενσωματωμένης οικονομίας με στοιχεία οικονομίας της αγοράς. Η ευρεία χρήση νομισμάτων, όσο και η νέα τάξη των εμπόρων που άρχισε να κάνει την εμφάνισή της, μετέβαλαν σημαντικά την παλαιά κατάσταση. Είναι σημαντικό να δούμε τα ποιήματα μέσω αυτού του διπλού συστήματος, προκειμένου να αντιληφθούμε την ιδεολογική τους απόκλιση και να ανιχνεύσουμε τον τρόπο προσαρμογής τους στη νέα πραγματικότητα. Η ποίηση του Βακχυλίδη μένει προσκολλημένη στην παλαιά οικονομία,όπως αυτή εκφράζεται στον Όμηρο και άρα ακολουθεί τους κανόνες της οικονομίας δώρων. Για τον Βακχυλίδη ο πλούτος του πάτρωνα,όπως επίσης και το ίδιο το ποίημα δεν είναι πράγματα, αλλά η έκφραση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων με αφορμή τα αντικείμενα. Για τον Πίνδαρο όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά, καθώς ο ποιητής φαίνεται να έχει προσαρμοστεί στην νέα κατάσταση, στην οποία το χρήμα είναι αυτό που ορίζει και διαμορφώνει τις ανθρώπινες σχέσεις.

H άποψη ότι ο πινδαρικός κόσμος είναι από οικονομικής πλευρά όμοιος με τον ομηρικό, όπως υποστηρίζεται στο σημαντικότερο βιβλίο για την οικονομία του Πινδάρου (Leslie Kurke, The Traffic in Praise: Pindar and the Poetics of Social Economy. Myth and Poetics Series. Ithaca: Cornell University Press, 1991) δε φαίνεται να είναι απολύτως εφαρμόσιμη στις πινδαρικές ωδές. Θεωρώ ότι στην ποίηση του Πινδάρου δεν εξαλείφονται τα χαρακτηριστικά του εμπορεύματος, που αποδίδονται στις επί πληρωμή ωδές, με την επιφανειακή παρουσίασή τους ως δώρα, αλλά μάλλον καταδεικνύεται αυτή τη συνύπαρξη της οικονομίας της αγοράς και της οικονομίας δώρων. Υποστηρίζω ότι μια ολιστική άποψη μιας πλήρως ενσωματωμένης οικονομίας ισχύει μόνο για τον Βακχυλίδη. Η ποίησή του είναι πιο υπάκουη στις ιδεολογικές αρχές της ελίτ που αποστρεφόταν την τάξη των εμπόρων. Παράλληλα θα διερευνήσω τις αιτίες που ωθούν τον Βακχυλίδη να μένει σιωπηλός για τις νέες οικονομικές συνθήκες που βίωνε. Η ανάλυση των ωδών αφιερωμένων στον πανίσχυρο Ιέρωνα και στους Εμμενίδες, που υμνούν τόσο ο Πίνδαρος όσο και ο Βακχυλίδης, θα αναδείξει τη λειτουργία της ποίησης ως ιδεολογικό μηχανισμό προπαγάνδας για λογαριασμό της αριστοκρατικής τάξης. Το πιο κρίσιμο ερώτημα όμως αφορά στην ίδια τη λειτουργία της ποίησης και πώς αυτή κατορθώνει την αυτονομία της ακόμη κι όταν είναι επί πληρωμή και χρησιμοποιείται ως εργαλείο προπαγάνδας.

Διαδικτυακή Ημερίδα

«Οι χρήσεις της ελληνικής αρχαιότητας στη σύγχρονη Ελλάδα»

Η Γιάννα Στεργίου, στο πλαίσιο εκπόνησης της μεταδιδακτορικής της έρευνας «Η οικονομική σκέψη στην αρχαϊκή Ελλάδα: η περίπτωση του Πινδάρου και του Βακχυλίδη» που χρηματοδοτεί το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2020, οργανώνει Ημερίδα υπό τον γενικό τίτλο «Οι χρήσεις της ελληνικής αρχαιότητας στη σύγχρονη Ελλάδα». Η Ημερίδα που υποστηρίζεται από το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου είναι ανοικτή σε κάθε ενδιαφερόμενο και ενδιαφερόμενη, και θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο, 5 Δεκεμβρίου στις 10.30.

Zoom meeting: https://ionio-gr.zoom.us/j/91334723855?pwd=Zlh0VDFUbG14U1gvZmNYbktqb2tnZz09
Meeting ID: 913 3472 3855
Passcode: 166023

Live μετάδοση ημερίδας στο Facebook: https://www.facebook.com/1274574962/videos/10224861062055225/


Περιγραφή

Η ελληνική αρχαιότητα υπήρξε καθοριστική για τη δόμηση του ελληνικού εθνικού φαντασιακού από τα τέλη του 18ου αι. και εξής. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες και κυρίως η Ιστορία, η Φιλολογία και η Αρχαιολογία κλήθηκαν να προμηθεύσουν το συλλογικό φαντασιακό με τα στοιχεία εκείνα που θα αποδείκνυαν την ορθότητα του καταγωγικού μύθου του έθνους. Από τότε μέχρι και σήμερα η σύγχρονη Ελλάδα βρίσκεται υπό τη βαριά σκια του παρελθόντος της, συνθήκη η οποία αποτελεί το υπέδαφος στο οποίο αναπτύσσονται κατά καιρούς σφοδρές διαμάχες, όπως για παράδειγμα η μεγάλη διαμάχη του 20ου αι ανάμεσα στη δημοτική και την καθαρεύουσα.

Οι χρήσεις της αρχαιότητας ήδη από τον 20ο αι, αλλά πολύ περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες, απέκτησαν μια πολυμορφία και πολυπλοκότητα, οι οποίες φαίνεται να ξεπερνούν τη συζήτηση, που ως τώρα είχε κυριαρχήσει, γύρω από την ιστορική συνέχεια του έθνους στη διαχρονία. Σε κάθε πε- ρίπτωση χρειάζεται να εξεταστούν οι πολλαπλές αξιοποιήσεις της αρχαιότητας για την εξυπηρέτηση σύγχρονων πολιτικών στόχων έως τις πιο ουσιαστικές συζητήσεις που σχετίζονται με ζητήματα συλλογικών προσανατολισμών και ταυτοτήτων.

Η ημερίδα υπό τον γενικό τίτλο “Οι χρήσεις της αρχαιότητας στη σύγχρονη Ελλάδα” αποσκοπεί να διερευνήσει πτυχές της συνομιλίας που δοκιμάζει η σύγχρονη Ελλάδα του 20ου και 21ου αι με τον κόσμο της αρχαιότητας. Κάποιοι από τους άξονες γύρω από τους οποίους θα αρθωθεί η συζήτηση είναι οι ακόλουθοι:

  • Η σχέση της αρχαιότητας με τον εθνικισμό του Μεταξά,
  • Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκε ή/και παρουσιάζεται η ελληνική αρχαιότητα στα σχολικά εγχειρίδια,
  • Η σύνδεση της μελέτης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με συντηρητικούς χώρους και η ανάγκη αποδέσμευσής του.
  • Η χρήση και λειτουργία της αρχαιότητας στις τέχνες

Πρόγραμμα

11:00-11:40

Χαιρετισμός – Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες

Χαιρετισμός – Τμήμα Ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο

Καλωσόρισμα/Εισαγωγή – Γιάννα Στεργίου

11:40-13:00 | Πρώτη συνεδρία-  Συντονισμός: Βάιος Βαϊόπουλος

Το ‘ελληνικό τοπίο’: τοπωνύμια, ταυτότητες και ιστορίες του τοπίου στη Βοιωτία μέσα από την αρχαιολογική έρευνα– Κώστας Σμπόνιας

Η (ιδεολογική) απεικόνιση της αρχαιότητας στη (σχολική και μη) χαρτογραφία του νεοελληνικού κράτους- Σωτήρης Λυκουργιώτης

«Μην παραχαράσσετε την Ιστορία, η Μακεδονία είναι μία». Χρήσεις της αρχαιότητας σε μια σύγχρονη διακρατική διαμάχη– Χάρης Αθανασιάδης

13:00-13:30 Διάλειμμα

 

13:30-15:30 | Δεύτερη Συνεδρία- Συντονισμός: Σωτήρης Λυκουργιώτης

Η αρχαιότητα και το κιτς: κριτική και σάτιρα για την εμμονή των νεοελλήνων με το παρελθόν– Γιάννα Στεργίου

Νέες ελληνικότητες στις τέχνες του 21ου αιώνα– Γιώργος Σαμπατακάκης

Ancient Greece and Neo-conservatism in USA- Richard Seaford

Συμπεράσματα– Έφη Γαζή


Αφίσα-Πρόγραμμα Ημερίδας (PNG)

Έρευνα: «Η οικονομική σκέψη στην αρχαϊκή Ελλάδα: η περίπτωση του Πινδάρου και του Βακχυλίδη»

Ερευνήτρια: Γιάννα Στεργίου

Η έρευνα «Η οικονομική σκέψη στην αρχαϊκή Ελλάδα: η περίπτωση του Πινδάρου και του Βακχυλίδη» χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2020.

Σύνοψη

Η έρευνά μου υπό τον τίτλο «Η οικονομική σκέψη στην αρχαϊκή Ελλάδα: η περίπτωση του Πινδάρου και του Βακχυλίδη» χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2020. Στο πλαίσιο της έρευνας μελετήθηκαν οι ωδές των δύο επί πληρωμή ποιητών, του Πινδάρου και του Βακχυλίδη και εξετάστηκε ο τρόπος που παρουσιάζεται η πληρωτέα ποίηση. Διερευνήθηκε επίσης το ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό ενσωματώνουν στην ποίησή τους τα νέα κοινωνικά δεδομένα που αφορούν στην ευρεία εξάπλωση του νομίσματος.

Ο ομηρικός κόσμος των ανταλλαγών

Το θέμα της έρευνάς μου τοποθετείται χρονολογικά στην αρχαϊκή εποχή και πιο συγκεκριμένα στις αρχές του 5ου πΧ. αι. Στην Ελλάδα είχε ήδη αρχίσει η ευρεία κυκλοφορία του νομίσματος από τον προηγούμενο αιώνα, αφήνοντας πίσω την ομηρική εποχή της πλήρους ενσωματωμένης κοινωνίας, στην οποία οι ανταλλαγές είχαν τον κύριο λόγο. H πλήρης ενσωματωμένη οικονομία (fully embedded economy) αφορά έναν ολιστικό-κοινωνιοκεντρικό ορισμό του Karl Polanyi. Ο Polanyi, στο έργο του Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός (The Great Transformation, 1944) ενέταξε όλες τις οικονομικές συναλλαγές εντός των κοινωνικών σχέσεων και θεσμών. Βάσει της θεώρησης του Polanyi όλες οι προκαπιταλιστικές κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένης και της αρχαίας ελληνικής, ακόμη κι αν χρησιμοποιούν το χρήμα και έχουν νόμισμα, δεν μπορούν να θεωρηθούν οικονομίες της αγοράς. Η άποψη αυτή του Polanyi έχει πλήρη εφαρμογή στην ομηρική κοινωνία[1].

Ο ηρωικός κόσμος των ομηρικών επών αγνοεί εν πολλοίς το χρήμα και υιοθετεί ένα σύστημα ανταλλαγών, το οποίο χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Από τη μία πλευρά είναι οι ανταλλαγές που δημιουργούν προσωπικές σχέσεις και προσδίδουν τιμή στον αποδέκτη (βραβεία, δώρα) κι από την άλλη οι ανταλλαγές εμπορεύσιμων αγαθών, των οποίων η ισχύς διαρκεί όσο διαρκεί η ανταλλαγή. Η πρώτη σφαίρα ανταλλαγής περιλαμβάνει αγαθά, τα οποία είναι πολυτελή, κουβαλούν την ταυτότητα του δωρητή, ενσαρκώνουν συναισθήματα πίστης σε ένα φίλο ή στον ηγέτη (αποδέκτη), δημιουργούν μία σχέση διαρκείας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, αλλά και μία αίσθηση χρέους του αποδέκτη, ο οποίος σε ύστερο χρόνο οφείλει να ανταποδώσει[2]. Ένα σημαντικό παράδειγμα ανταλλαγής δώρων είναι το τόξο που χάρισε ο Ίφιτος στον Οδυσσέα, κάνοντας τον δεύτερο να αντιχαρίσει ένα ξίφος και ένα δόρυ σαν αρχή μιας φιλικής σχέσης, η οποία προκύπτει από την ανταλλαγή αντικειμένων κύρους και αίγλης (Οδ. φ 35). Ο Όμηρος, όταν περιγράφει τα ανταλλασσόμενα πολύτιμα αντικείμενα συνήθως αναφέρει και την ιστορία τους, δηλαδή το όνομα του δωρητή ή των πολλαπλών δωρητών. Αυτό συνάδει με την άποψη του Marcel Mauss βάσει της οποίας τα αντικείμενα που ανταλλάσσονται δεν απαλλάσσονται ποτέ από την ταυτότητα του δωρητή[3].

Στην κοινωνία των επών το εμπόριο έχει περιθωριακό ρόλο και, όταν αναφέρεται, πραγματοποιείται μόνο από μη Έλληνες κα ποτέ εντός της κοινότητας. Επιπλέον, αντίθετα από τις άλλες συναλλαγές (π.χ. δώρα) το εμπόριο δε διαδραματίζει κάποιο ρόλο στην κυρίως αφήγηση και στις περιπτώσεις που συμβαίνει του αφιερώνονται ελάχιστοι στίχοι (π.χ. Οδ. α 430-31, ο 388, 429, υ383 κ.α.)

Αυτή η κοινωνία των αρίστων αποτέλεσε την ιδανική κοινωνία των αριστοκρατών μέχρι και τα τέλη του 5ου αι πΧ. Όμως, τον 6ο αι η εμφάνιση και ευρεία κυκλοφορία του χρήματος άνοιξε το φάσμα των βραχυπρόθεσμων συναλλαγών[4], βοήθησε την εξάπλωση του εμπορίου και η χρήση του νομίσματος ενίσχυσε την αυτάρκεια των υποκειμένων: το νόμισμα ήταν φτιαγμένο από ανθεκτικό υλικό, εύκολο στη μεταφορά, στην αποταμίευση και επομένως το βασικό μέσο για τη συγκέντρωση αυτόματης δύναμης και ελέγχου της μισθωτής εργασίας[5].

Η εμφάνιση του νομίσματος

Η πρώτη σαφής ένδειξη για τη λειτουργία του χρήματος (όχι του νομίσματος) ως μέσου πληρωμής είναι το απ. 69 L-P του Αλκαίου, στο οποίο ο λέσβιος ποιητής αναφέρει πως οι Λυδοί προσέφεραν δύο χιλιάδες στατήρες. Δε γνωρίζουμε περισσότερα για τον λόγο της χρηματοδότησης, ούτε εάν οι στατήρες ήταν νόμισμα, ούτε και το είδος του μετάλλου από το οποίο προέρχονταν[6].

Η εμφάνιση του χρήματος εκλήφθηκε ως απειλή από τους παραδοσιακούς αριστοκράτες, όπως μαρτυρούν τόσο στίχοι του Θέογνι, όσο και του Σόλωνα. Στα Θεογνίδεια αφιερώνονται πολλοί στίχοι διαμαρτυρίας του ποιητή για την παντοδυναμία του χρήματος. Απογοητευμένος ο ποιητής από τη νέα κατάσταση διαπιστώνει ότι οι παραδοσιακοί αριστοκράτες μπορούν να συμβιβαστούν με έναν γάμο που δε στηρίζεται στην καταγωγή ή στη φήμη, αλλά στο χρήμα και μόνον (183-196). Οι άνθρωποι παρασύρονται από την παντοδυναμία του και επιλέγουν αυτό έναντι τις αρετής και της δικαιοσύνης (699-718). Τέτοιες αντιλήψεις μάλιστα φτάνουν και μέχρι τον ώριμο 5ο αι και ακούγονται και από τους τραγωδούς (βλ. Μήδεια 965)[7].

Η εμφάνιση του εμπορίου και της εκχρηματισμένης οικονομίας, στην οποία ανθούσε η αυτόματη συναλλαγή, που δε δημιουργεί σχέσεις φιλίας ή εμπιστοσύνης, αλλά το χρέος λύεται τη στιγμή που ο αγοραστής καταβάλλει το αντίτιμο στον έμπορο, συγκρούστηκε με τον εξιδανικευμένο κόσμο των αριστοκρατών, ο οποίος επέμενε στην ομηρική ανταλλακτική κοινωνία. Αυτό δε σημαίνει ότι η ανώτερη τάξη δεν ασκούσε εμπορικές συναλλαγές. Η άσκηση όμως των εμπορικών συναλλαγών, των βραχυπρόθεσμων, η οποία σχετιζόταν με την ατομική ιδιοκτησία, τον ανταγωνισμό, τις απολαύσεις των αισθήσεων και τη νεανική ρώμη, μετασχηματιζόταν σε στοιχεία του μακροπρόθεσμου τύπου συναλλαγών. Οι βραχυπρόθεσμες συναλλαγές βοηθούσαν στην επίτευξη ενός αξιέπαινου για την εποχή στόχου, την απόκτηση πλούτου, τον οποίο χρησιμοποιούσαν προκειμένου να εξυπηρετήσουν και να αναπαράγουν τον μακροπρόθεσμο κύκλο[8]. Με άλλα λόγια το χρήμα που συσσώρευαν ακόμη και από τις εμπορικές δραστηριότητες, εάν το διέθεταν για σκοπούς ανώτερους, όπως συμμετοχή σε αθλητικούς αγώνες, πληρωμή για σύνθεση ενός ποιήματος, κ.α, τότε γίνονταν μέτοχοι της αριστοκρατικής παιδείας.

Σε αυτή την εποχή των συγκρούσεων, των μεταβολών και της διεκδίκησης της αριστοκρατικότητας έζησαν οι δύο ποιητές που εξετάζω, ο Πίνδαρος και ο Βακχυλίδης. Η ποίησή τους ήταν πληρωτέα. Συνέθεταν επινίκιες ωδές προς τιμή νικητών των αθλητικών αγώνων και λάμβαναν γι’ αυτό πληρωμή. Οι πάτρωνές τους ήταν οπωσδήποτε πλούσιοι, αλλά όχι πάντοτε ευγενικής καταγωγής. Για παράδειγμα ο Ιέρωνας ήταν ένας τύραννος που το γενεαλογικό του δέντρο δεν αναγόταν σε κάποιον θεό ή ήρωα, η οικογένειά του δεν είχε αριστοκρατική παράδοση και ο τρόπος που απέκτησε την τυραννία στις Συρακούσες προήλθε από πραξικοπηματική ενέργεια. Οι δύο ποιητές βρέθηκαν στα ίδια αδιέξοδα. Έπρεπε να προσφέρουν ένα υμνητικό τραγούδι χωρίς η προσφορά να φαίνεται ως αποτέλεσμα εμπορικής συναλλαγής, σε διαφορετικούς αποδέκτες, τους οποίους έπρεπε να παρουσιάσουν ως αριστοκράτες ακόμη κι αν δεν ήταν.

Ο τρόπος που χειρίστηκαν αυτό το αδιέξοδο ήταν διαφορετικός. Ο Πίνδαρος ενσωμάτωσε στην ποίησή τους τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, ενώ ο Βακχυλίδης έμεινε προσκολλημένος στο ομηρικό πρότυπο.

Στην ποίηση του Πινδάρου φαίνεται έντονα η παρουσία του χρήματος και των βραχυπρόθεσμων συναλλαγών. Η πιο σημαντική ωδή στην οποία αυτό γίνεται φανερό είναι ο Ισθμιόνικος 2.

Στην ωδή αυτή, ο Πίνδαρος, από τους πρώτους κιόλας στίχους, κάνει φανερή τη διάσταση των δύο εποχών:

οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες, οἳ χρυσαμπύκων

ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι, […]

ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ’ ἦν οὐδ’ ἐργάτις:

οὐδ’ ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας

ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί.

Οι στίχοι αυτοί (1-2, 7-9) προκλητικά μάς ενημερώνουν για τη διάσταση της παλαιάς ποίησης, για τη σύνθεση της οποίας οι ποιητές αναζητούσαν μόνο έμπνευση και στη νέα που η Μούσα τους παρομοιάζεται με πόρνη. Καταλήγει μάλιστα να ανακαλέσει τα λόγια κάποιου Αριστάδαμου που ισχυριζόταν πως το χρήμα είναι ο άνθρωπος. Η φαινομενικά παράδοξη θέση του Πινδάρου που σε μια επιπόλαιη ανάγνωση προσβάλλει τον ίδιο και την ποίησή του αναλύεται στην πορεία. Αναφέρθηκε εδώ, για να επισημανθεί η έλευση της νέας εποχής.

Ο Πίνδαρος στον Ισθμιόνικο 2 δε διστάζει να παρουσιάζει την ωδή του ως εμπόρευμα. Αυτή η «ειλικρίνεια» υπάρχει και σε άλλες ωδές, στις οποίες παρουσιάζεται να έχει αίσθηση της σχέσης με τον πάτρωνα (Ο. 10.1-12, Π.11.41-2), του χρέους που πρέπει να ξεπληρώσει με τη σύνθεση της ωδής και της αμοιβής που αναμένει. Στον Ισθμιόνικο 2 όμως γίνεται σαφέστερος, καθώς παρουσιάζει τη Μούσα του επί μισθώ υπάλληλο (ἐργάτις). Η μεταφορά παραπέμπει ευθέως όχι μόνο στο νόμισμα, αλλά και στην πορνεία, καθώς οι πόρνες έβαφαν τα πρόσωπά τους. Μία τέτοια παρουσίαση της Μούσας του καθόλου δε φαίνεται να την κολακεύει.

Πατώντας σταθερά τη νέα εποχή του χρήματος, αλλά και στην παραδοσιακή κοινωνία των ανταλλαγών ο Πίνδαρος κατασκευάζει μία γέφυρα που ενώνει τις δύο φαινομενικά αντικρουόμενες κοινωνικές πραγματικότητες. Η ωδή του έχει χαρακτηριστικά εμπορεύματος, καθώς είναι κατά παραγγελία, ο ίδιος θα λάβει μισθό, αλλά η ωδή φέρει και πολλά χαρακτηριστικά δώρου. Συντίθεται για έναν άνθρωπο τον οποίο γνωρίζει και μάλιστα προς τιμή του πατέρα του, ο οποίος παρουσιάζεται παλαιός φίλος του ποιητή. Οι σχέσεις επομένως των συμβαλλομένων προσώπων δεν σταματούν με την πληρωμή, αλλά συνεχίζουν. Επιπλέον, το χρέος του «αγοραστή» δεν μπορεί να ξεπληρωθεί, καθώς η αιώνια φήμη που θα προσφέρει, όπως υπαινίσσεται στο τέλος της ωδής, δεν μπορεί να έχει αντίτιμο.

Σημαντικό στοιχείο που διαφοροποιεί την ωδή από τα εμπορεύματα είναι το γεγονός ότι δε δίνεται εξαιτίας της παντοδυναμίας του χρήματος, αλλά της αξίας του υμνούμενου προσώπου. Ο πάτρωνάς του, ο Θρασύβουλος,  είναι ένας σοφός άνθρωπος (17) που μπορεί να κατανοήσει σε ποιο βαθμό το χρήμα είναι άνθρωπος. Στην περίπτωση λοιπόν του ένδοξου πατέρα του, του Ξενοκράτη, ο έπαινος δίδεται βάσει τις αξίας του, της αρετής του και της επιλογής των θεών να κατακτήσει τις κορυφές των αρετών στους αγώνες. Συμβιβάζει δηλαδή δύο μεταξύ τους συγκρουόμενες σφαίρες, την εμπορική συναλλαγή και τον άξιο έπαινο. Ο Ξενοκράτης δεν είναι απλώς ο πλούσιος που μπορεί να αποκτήσει μια ωδή κατά παραγγελία. Είναι το πρόσωπο που συγκεντρώνει όλες τις ποιότητες που απαιτούνται, ώστε να γραφεί για εκείνον ένα υμνητικό τραγούδι από έναν ξεχωριστό ποιητή, όπως ο Πίνδαρος. Ο πλούτος του απλώς εξυπηρετεί τη συναλλαγή, αλλά δεν αποτέλεσε ποτέ την αιτία. Η Μούσα του δίνεται πλέον με τη μορφή νομίσματος αλλά ποτέ δεν έπαψε να έχει την αίγλη και την αξία που είχε στο παρελθόν.

Το ποίημα, εν ολίγοις, τοποθετεί την κατά παραγγελία ποίηση στα μισθωτά επαγγέλματα, στα οποία όμως ο μισθωτός μπορεί να πληρώνεται, όπως όλοι οι μισθωτοί, αλλά είναι σε θέση να επιλέξει τον πάτρωνά του με βάση το κριτήριο της αρετής, παράσχει έναν έπαινο που στηρίζεται σε αντικειμενικά γεγονότα και είναι τόσο έντεχνος που ο αποδέκτης του δεν μπορεί να τον ξεπληρώσει με την αμοιβή που δίνει στον ποιητή. Η κατάσταση χρέους δηλαδή παραμένει, αλλά υπόχρεος είναι αυτός που δίνει την αμοιβή, καθώς λαμβάνει κάτι μεγαλύτερο από το αντίτιμο. Γίνεται η ωδή, με αυτόν τον τρόπο, δώρο και εμπόρευμα μαζί.

Όπως φάνηκε από τον Ισθμιόνικο 2, ο Πίνδαρος αντιμετώπισε την πρόκληση της διάδοσης του χρήματος απενοχοποιημένα, χωρίς όμως ωστόσο να απαρνηθεί και την ομηρική συμπεριφορά της ανταλλαγής δώρων υψηλού κύρους. Η πρόκληση όμως αυτή διογκώνεται στην περίπτωση που οι πάτρωνές του ήταν τύραννοι. Οι τύραννοι είχαν φτάσει στο υψηλότερο σημείο αυτάρκειας και παντοδυναμίας, δεν είχαν ανάγκη τις σχέσεις φιλίας, δεν τους ενδιέφερε η ανταλλαγή και οι δεσμοί της, δεν μπορούσαν να τεθούν εξ ορισμού σε κατάσταση χρέους, ενώ συχνά οι πράξεις τους δεν ήταν πράξεις ευρείας αποδοχής και επαίνου. Ο Ιέρωνας, για παράδειγμα, παρουσιάζεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη ως ένας τυπικός τύραννος, βίαιος, στερημένος από αρετές και γεμάτος με το πάθος της φιλαργυρίας (11.67.4: ἦν γὰρ καὶ φιλάργυρος καὶ βίαιος καὶ καθόλου τῆς ἁπλότητος καὶ καλοκἀγαθίας ἀλλοτριώτατος).

Ο Πίνδαρος δηλαδή βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα μεγάλο πρόβλημα. Πρέπει να υμνήσει έναν τύραννο, ο οποίος είναι αυτάρκης, δεν έχει καμία ανάγκη τις σχέσεις αμοιβαιότητας, ούτε καν αυτές που περιγράφονται στον Όμηρο, η εξουσία του πηγάζει από τον πλούτο που συσσώρευσε και ορίζει τη ζωή των υπηκόων του και του ίδιου του ποιητή, ως ένα βαθμό. Πώς η ποίησή του σε αυτή την περίπτωση θα φανεί ως μία πράξη ελευθερίας, ενώ παράλληλα ο ποιητής πληρώνεται αλλά και εξυπηρετεί την πολιτική προπαγάνδα του τυράννου, και πώς θα παρουσιαστεί η σχέση του με τον πάτρωνα ως μία σχέση ισότητας;

Ο Ιέρωνας ήταν ένας από τους πάτρωνες του Πινδάρου. Ένας πανίσχυρος άντρας, που, όπως μας ενημερώνουν οι πηγές, μάλλον δεν είχε αριστοκρατική καταγωγή, σκληρός, βίαιος, πολύ πλούσιος και ικανός. Προκειμένου ο Πίνδαρος να ισορροπήσει μεταξύ των απαιτήσεων του παντοδύναμου πάτρωνά του και της αλήθειας, αλλά και της αυτονομίας της ποίησής του, βρίσκει διέξοδο μέσω της χρήσης μυθολογικών παραδειγμάτων.

Η σχέση των δύο ανδρών έχει μία συγκεκριμένη ιστορική και ποιητική πορεία. Ξεκινάει από τον Πυθιόνικο 2, στον οποίο ο Ιέρωνας ακόμη δεν είναι τύραννος των Συρακουσών και φτάνει μέχρι τον Πυθιόνικο 3, στον οποίο ο Ιέρωνας είναι ένας τύραννος με σοβαρά προβλήματα υγείας, λίγο πριν τη δύση της εξουσίας και της ζωής του.

Στον Πυθιόνικο 2 ο Ιέρωνας παρουσιάζεται ως μία εξέχουσα μορφή ανθρώπου που φέρει όλες τις ποιότητες του ιδανικού ηγέτη, που έχει τη στήριξη των θεών και τη ρώμη των γενναίων πολεμιστών/αθλητών. Είναι αυτός στον οποίον όλη η κοινότητα μπορεί να στηριχτεί, όχι γιατί έχει επίσημα την εξουσία, αλλά έχει όλες τις ποιότητες που φέρει ένας ηγέτης και προστάτης της κοινότητάς του[9]. Στον Ολυμπιόνικο 1, ο Ιέρωνας είναι πλέον τύραννος, οπότε η προπαγάνδα για την ηγετική του ικανότητα, προκειμένου να είναι αποδεκτός, δεν είναι απαραίτητη. Ο έπαινος τώρα προσηλώνεται στην απόλυτη και αδιαμφισβήτητη δύναμή του, στον πλούτο του και στην εξουσία. Στον Πυθιόνικο 1, ο Ιέρωνας, έχοντας πλέον βλέψεις για πανελλήνια αποδοχή χρειάζεται ένα προφίλ πιο δημοκρατικό, στο οποίο τα τυραννικά στοιχεία να αποσιωπώνται και να δίνεται βαρύτητα στη συμβολή του στον αγώνα ενάντια στον περσικό αυταρχικό καθεστώς. Στην κυρίως Ελλάδα η τυραννία είχε καταδικαστεί σκληρά λόγω της περσικής εισβολής. Ο Πίνδαρος προσαρμόζει τον έπαινό του στα νέα ιστορικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα και παρουσιάζει έναν ηγέτη με αριστοκρατική ελληνική παιδεία, η οποία αντιτίθεται στη “βάρβαρη”. Τέλος, ο τρίτος Πυθιόνικος είναι εντελώς διαφορετικός, καθώς λειτουργεί ως παρηγοριά σε έναν άρρωστο τύραννο. Η ποίηση εδώ γίνεται το εισιτήριο της αθανασίας και ο ποιητής παίρνει τη θέση του θεού, που μπορεί να κάνει έναν θνητό αθάνατο μέσω της ποίησής του.

Σε όλες όμως τις ωδές προς τον Ιέρωνα με εξαίρεση την τελευταία, ο Πίνδαρος χρησιμοποιεί μυθολογικά παραδείγματα, τα οποία είναι διφορούμενα. Από τη μία επαινούν τον Ιέρωνα, από την άλλη όμως λειτουργούν ως υπενθύμιση αποφυγής κάθε αλαζονικής συμπεριφοράς. Οι τύραννοι είχαν τη φήμη του απόλυτου αλαζόνα, του υπερφίαλου, υπερόπτη, ανθρώπου χωρίς όρια, που δε χρειάζεται να τηρεί καμία ηθική στάση απέναντι στις διαπροσωπικές του σχέσεις και συναλλαγές. Αυτή ακριβώς τη φήμη χρησιμοποίησε ο Πίνδαρος συγκεκαλυμμένα. Οι μυθολογικοί χαρακτήρες των ωδών, ο Τάνταλος, ο Ιξίων, η Κορωνίς, ο Ασκληπιός εμπλέκονται σε ένα πλέγμα συναλλαγών με θεούς και ανθρώπους, το οποίο ανήκει ιδεολογικά στην οικονομία δώρου. Όμως, υποκινημένοι από την επιθυμία του κέρδους, μιας έννοιας που ανήκει ιδεολογικά στην οικονομία της αγοράς, διαρρηγνύουν τις ανταλλακτικές τους σχέσεις, αγνοούν το χρέος που έχουν στις συναλλαγές τους κυρίως με τους θεούς, οι οποίοι τους ευεργετούν και το αποτέλεσμα είναι η σκληρή τους τιμωρία.

Η θετική ανάγνωση των μυθολογικών παραδειγμάτων είναι πως ο Ιέρωνας διαφοροποιείται από αυτά τα πρόσωπα, τα οποία λειτουργούν ως προειδοποίηση στο ακροατήριο, δηλαδή τους υπηκόους του, τους οποίους τους περιμένει σκληρή τιμωρία, εάν δεν ανταποδώσουν την ευγνωμοσύνη τους στον μεγάλο ηγέτη. Η άλλη ανάγνωση  όμως είναι πως όλα αυτά τα πρόσωπα, ευνοημένα από τους θεούς, όπως και ο Ιέρωνας, τυφλώθηκαν από τα κατορθώματά τους, τα οποία προέρχονται από την μεγαλοψυχία των θεών, ξέχασαν το χρέος τους απέναντί τους, έπραξαν αχάριστα και με βάση τη χυδαία συμπεριφορά της οικονομίας της αγοράς. Ο Πίνδαρος, ως σοφός ποιητής, όπως ο ίδιος πολλές φορές διατείνεται πως είναι,  μπορεί να διακρίνει αυτόν τον κίνδυνο στον τύραννο Ιέρωνα και να τον προειδοποιήσει. Μάλιστα η γλώσσα του συχνά έχει παραινετικό χαρακτήρα.

Με αυτόν τον τρόπο η σχέση του με τον Ιέρωνα δεν είναι σχέση πανίσχυρου πάτρωνα και επί πληρωμή ποιητή, αλλά σχέση σοφού συμβούλου και συμβουλευόμενου. Η ιεραρχία αντιστρέφεται και η αιτία αντιστροφής είναι η πιθανή ανικανότητα του τυράννου να σεβαστεί τους ηθικούς κανόνες μιας οικονομίας δώρου, στην οποία υπερισχύει το αίσθημα χρέους απέναντι στον ανώτερο. Οι ανώτεροι είναι οι θεοί και ο ίδιος ο ποιητής. Ο Ιέρωνας εξάλλου είναι επιρρεπής σε μια τέτοια συμπεριφορά, καθώς δεν είναι εγγενώς αριστοκράτης, δεν έχει την εξ αίματος αριστοκρατική καταγωγή, αλλά μόνο τον πλούτο, με τον οποίο μπορεί να εξαγοράσει ό,τι η ευγενική ελίτ θεωρούσε προνόμιό της (συμπόσια, συμμετοχή σε αθλητικούς αγώνες, επινίκιες ωδές κ.λπ).

Αντίθετα με τον Ιέρωνα, ο Θήρωνας, τύραννος του Ακράγαντα, καταγόταν από την ένδοξη αριστοκρατική γενιά των Εμμενιδών. Ο Θήρωνας στον Ολυμπιόνικο 2, παρότι τύραννος, παρουσιάζεται λόγω της παράδοσης που είχε η οικογένειά του με ήρωες του παρελθόντος και της σχέσης τους με την πόλη του Ακράγαντα, ως ένας ηγέτης που κληρονόμησε την εξουσία. Είναι ένας απόλυτος αριστοκράτης που έχει εκ γενετής όλες τις ποιότητες της ευγένειας και ακολουθεί τον τρόπο ζωής που του επιβάλλει η αγωγή και η προέλευσή του. Σε αυτή την περίπτωση ο Πίνδαρος παρουσιάζει τη συναλλαγή του με τον Θήρωνα σε ένα πλαίσιο οικονομίας δώρου. Ο Θήρωνας αριστεύει στους αθλητικούς αγώνες, άρα η πόλις του είναι υπόχρεη για τη δόξα που της προσφέρει και πρέπει να ανταποδώσει με τη δημόσια επιτέλεση μιας επινίκιας ωδής, η οποία θα καταστήσει και την ανταπόδοσή της και τη νίκη του Θήρωνα και το όνομα της πόλης αθάνατους. Ο ποιητής προσφέρεται να συνθέσει αυτή την ωδή, καθώς το πρόσωπο πληροί όλες τις προϋποθέσεις, για να υμνηθεί και ο Θήρωνας ανταποδίδει στο δώρο που του δίνεται δίνοντας το αντίτιμο της ωδής. Η ωδή έχει τα χαρακτηριστικά του κειμηλίου, του δώρου της υψηλής σφαίρας που περιγράφει ο Όμηρος, καθώς είναι αιώνιο, χωρίς ουσιαστική χρηστική αξία, προσδίδει κύρος και είναι ανεκτίμητης αξίας, αφού προβλέπει μέχρι και αθανασία για τον παραλήπτη[10]. Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών οποιαδήποτε ανταπόδοση από την πλευρά του Θήρωνα είναι καταδικασμένη να είναι μικρότερης αξίας. Έτσι, ο τύραννος Θήρωνας θα βρίσκεται πάντοτε σε καθεστώς χρέους έναντι του ποιητή και η ποίηση θα είναι πάντοτε ανώτερη από κάθε εμπορική συναλλαγή.

Το μοτίβο αυτό της συναλλαγής που περιγράφεται στον πινδαρικό Θήρωνα είναι αυτό που ακολουθείται από τον Βακχυλίδη σε όλες τους τις τυραννικές ωδές, χωρίς καμία παρέκκλιση. Για τον Βακχυλίδη ο Ιέρωνας είναι ένας εκ φύσεως αριστοκράτης, χωρίς καμία τυραννική συμπεριφορά, ένας ηγέτης σοφός, ικανός και άριστος που γνωρίζει καλά πώς να λειτουργήσει σε ένα πλαίσιο ομηρικής οικονομικής συμπεριφοράς.

Φαίνεται λοιπόν πως οι δύο ποιητές παρότι ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα, με τις ίδιες προκλήσεις, την ίδια περίπου εποχή, ανταποκρίθηκαν διαφορετικά στις ιδεολογικές, οικονομικές και πολιτικές δυσκολίες. Ο Πίνδαρος απενοχοποίησε την ποίησή του από την κατηγορία του εμπορεύματος, αποδεχόμενος από τη μία πως πρόκειται για εμπόρευμα, αλλά ένα εμπόρευμα που διατηρεί όλα τα χαρακτηριστικά του ομηρικού δώρου. Ένα εμπόρευμα που προέρχεται από μία προσωπική σχέση με ανθρώπους που την αξίζουν, με τη νίκη τους την έχουν κερδίσει, ένα εμπόρευμα που προσδίδει κύρος στον κάτοχο, τον τοποθετεί ψηλά κοινωνικά, του δίνει τη δυνατότητα να συσπειρώσει την πόλη του γύρω από αυτό και του χαρίζει αθανασία. Το γεγονός ότι αυτό το εμπόρευμα τελικά αποκτήθηκε με πληρωμή αυτό δεν έχει καμία σημασία. Στην πληρωμή εξάλλου οι διαπροσωπικές σχέσεις σταματούν τη στιγμή που δίδεται το αντίτιμο. Στον Πίνδαρο δε σταματούν ποτέ, καθώς αυτό που προσφέρει είναι τόσο μεγάλο και σπουδαίο που ποτέ δεν πρόκειται ο αποδέκτης να ξεπληρώσει. Θα διαιωνίζεται δηλαδή μία σχέση χρέους του πάτρωνα προς την ποίηση και τον ποιητή αιώνια.

Ο Βακχυλίδης δεν ήρθε αντιμέτωπος με τις προκλήσεις της νέας εποχής. Οχυρώθηκε πίσω από τις ομηρικές αξίες και αναπαρήγαγε έναν εξιδανικευμένο αριστοκρατικό κόσμο στον οποίο κυριαρχεί απόλυτα η οικονομία δώρου, ο αθλητής-πάτρωνας είναι ο ομηρικός άριστος και η ποίηση του εισιτήριο στην αθανασία.


Βιβλιογραφία

Finley, M. I. (1973) The Ancient Economy, University of California Press.

Kraay, C. (1958) ‘The Composition of Electrum Coinage’, Archaeometry 1.21–3.

(1964) ‘Hoards, Small Change and the Origins of Coinage’, JHS 84.76–91.

(1976) Archaic and Classical Greek Coins. London: Methuen

Kroll, J. H. and Waggoner, N. M. (1984) ‘Dating the Earliest Coins of Athens, Corinth and Aegina’, AJA 88.325–40.

Kurke, L. (1991), The Traffic in Praise: Pindar and the Poetics of Social Economy. Ithaca: Cornell University Press.

Mauss, M. (1967) The Gift (translated by I. Cunnison of Essai sur le don, forme archaique de l’  echange (1925)). London: Cohen and West.

Parry J. & Bloch M (1989) Money and the morality of exchange, Cambridge University Press.

Robinson, E.W. (1997), The First Democracies. Early Popular Government Outside Athens. Historia Einzelschriften 107. Stuttgart.F. Steiner.

Sahlins, M. (1963), ‘Poor Man, Rich Man, Big Man, Chief; Political Types in Melanesia and Polynesia’, in Comparative Studies in Society and History, vol. 5, 3: 285-303.

Seaford, R. (2004), Money and the Greek Early Mind: Homer, Philosophy, and Tragedy. Cambridge: CUP.


[1] H άποψη αυτή του Polanyi στηρίχτηκε επαρκώς από τον Moses Finley στο μνημειώδες έργο του The Ancient Economy, 1973, University of California Press.

[2]Parry and Bloch 1989.

[3] Mauss 1967: 31.

[4] Robinson 1951, Kraay:1976, Waggoner 1976.

[5] Seaford 2005: 65-74.

[6] Seaford 2005: 187

[7] Seaford 2005: 8D

[8] Parry & M. Bloch 1989: 22-30

[9] Βλ. Sahlins, M. (1963), 285-303.

[10] Αυτή η οικονομία περιγράφεται και αναλύεται από την Kurke (1991).

Η Γιάννα Στεργίου είναι Διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην αρχαΪκή λυρική ποίηση, την οικονομία της αρχαίας Ελλάδας, τη σχέση ποίησης και πατρωνίας, καθώς και τη σημασία της πρώτης εμφάνισης του νομίσματος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Διδάσκει στο αρχαία ελληνικά Ιόνιο Πανεπιστήμιο και εργάζεται ως επιστημονικό προσωπικό στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του Ανοικτού Πανεπιστημίου “Δημόσια Ιστορία”. Έχει, επίσης, διδάξει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, καθώς επίσης και στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Συμμετείχε σε διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα ως ερευνητικό προσωπικό με τίτλο “The Bacchae Project” που χρηματοδοτήθηκε από το Edinburgh Institute of Advanced Studes.

  • Gianna Stergiou, “Pindar and the Aeginetan virtues: naturalizing money, Greece and Rome 67.1. 2020, 28-42
  • Gianna Stergiou, “Isthmian Two: commodity or gift”, Greece and Rome, 67.1, 2020, 43-53.